Βράδιασε. Τσάι με μέλι ή κρασί σε ψηλό ποτήρι; Ποια απόφαση θα πάρεις για απόψε; Δεν είναι κανείς να διαλέξει για σένα. Θα επιλέξεις μόνος. Θες δε θες. Το σίγουρο είναι πως κάτι θα βρεθεί να σου συνοδέψει τις σκέψεις. Κι αυτή η συνοδεία δεν μπορεί να είναι τυχαία. Δε θα έχει μορφή συγκεκριμένη να σου παρουσιαστεί, δε θα κάνει βήματα να σε πλησιάσει, δε θα σου απλώσει χέρια θερμά να σε σφίξει, ούτε φωνή να σου ψιθυρίσει λόγια γλυκά. Αν θες γλύκες, θα βρεις στο ψυγείο, στο δεύτερο ράφι, μαζί με τις παγωμένες σου ιδέες και τα ψυχρά σου όνειρα, που ίσως θες να τα ζεστάνεις μα αρνείσαι να ανάψεις το μάτι της κουζίνας.
Αν δε βγάλεις διπλό σερβίτσιο στο τραπέζι, αν δε μαγειρέψεις για δυο, η κουζίνα μένει απλώς ένας στενός χώρος για χορό. Ίσα για να ρίχνεις τρεις σβούρες να πεις πως χόρεψες και σε αυτό το δωμάτιο, να κουνηθούν οι σκιές καθώς βάζεις νερό απ’ τη βρύση. Δίπλα στον βασιλικό ποτίζεται και μια μνήμη. Άχαρη, απότομη που σου ξεφεύγει πού και πού. Σου θυμίζει μια φροντίδα, ένα φιλί για καλωσόρισμα και ένα μήνυμα στις 3 το χάραμα που σε καληνυχτίζει. Μνήμες. Όλες είναι μνήμες δίπλα σε έναν βασιλικό που απλώς πότισες για να πεις πως περιποιήθηκες και κάτι ζωντανό σήμερα πέρα από εσένα.
Κρατάς αποστάσεις· τέτοιου είδους, που χιλιόμετρα να μοιάζει ο δρόμος, εσύ θα ψάχνεις για σημάδια σε ουρανό και πλανήτες. Ευθεία, ψηλά κι απρόσιτα. Χωρίς να μπεις σε καμία πλάνη αν αυτά που σου προσφέρουν τριγύρω δεν είναι όπως τα θέλεις. Αρνείσαι να κοιτάξεις μήπως κάποιος ακολούθησε τη φυγή σου. Θεωρείς αδύνατο να σε προλάβει κάποιος για να σε κρατήσει δίπλα του. Αρνείσαι οτιδήποτε θα μπορούσε να παρεξηγήσει τη μοναχικότητα για μοναξιά. Πείθεις με περίσσια πειθαρχία πως είναι διαφορετικό να είσαι μοναχικός απ’ το να είσαι μόνος.
Τη μοναξιά δεν την επιλέγεις ευχάριστα μα τη μοναχικότητα τη ζητάς για να ησυχάσει το κεφάλι σου από το τρελοκομείο του κόσμου. Έτσι λες, και μετά ανοίγεις τελικά το μάτι της κουζίνας. Κάτι να σε αποσυντονίσει ζητάς, να απλώσεις εναλλακτικά σενάρια στους τοίχους για να ανανεωθεί ο χώρος. Βγαίνεις, περπατάς, κινείσαι στα σοκάκια κι ούτε που ψάχνεις για κάποιον να καθίσει μαζί σου για καφέ, ούτε τηλέφωνο θα πάρεις να μοιραστείς τα νέα σου. Ποιος θα καταλάβει; Ποια νέα;
Κι αν κανείς δεν καταλαβαίνει, κι αν υπάρχουν τόσες μοναξιές, γιατί παρεξηγείται τόση ησυχία; Η μοναξιά φέρνει σιωπή στον χώρο, αυτή ακριβώς τη σιωπή που αποφεύγεις να κοιτάξεις κατάματα. Το τέρας που υποκρίνεσαι πως δε σε χαραμίζει. Κανείς δεν κατάφερε τίποτα μένοντας σε έναν φόβο. Κι αν φοβάσαι την έκθεση, πετυχαίνεις μόνο να σε στολίσεις πίσω από μια κλειστή τζαμαρία χωρίς χερούλια παράθυρα και προσβάσιμα σημεία. Ούτε οξυγόνο αντέχεις να παίρνεις, κι αν πάρεις, θα είναι σε δόσεις. Λίγο-λίγο ίσα να συνειδητοποιήσεις την υπερβολή σου στην κλεισούρα.
Βλέπω τα μάτια σου. Είχα κι εγώ κάποτε ίδια. Μάτια που τρεμόπαιζαν πιο έντονα στο σκοτάδι απ’ ό,τι στο φως. Που έκαναν φασαρία κάθε φορά που γύριζαν πίσω να κοιτάξουν. Ματιές κλεφτές και ψύχραιμες. Λες και ήξεραν τι κάνουν. Αποτύπωναν καλύτερα τις μνήμες, κέρδιζαν παρελθόν κι έχαναν μέλλον. Τα μάτια μπορεί να μη θέλουν να ξεκολλήσουν απ’ τα χαλάσματα, μα είναι τα μόνα που μπορούν να δώσουν ερμηνεία στον χάρτη του ταξιδιού σου.
«Τι νόημα έχει ένα ταξίδι χωρίς συνεπιβάτη;», θα πεις δυνατά. «Ποιος σου ζήτησε να μείνεις μόνος;», σου αντιλέγω. Αν αυτή τη στιγμή δεν έχεις συντροφιά, την ευθύνη για την άδεια θέση δίπλα σου, έχει ο προορισμός που όρισες να ταξιδέψεις και κανείς σκάρτος χαρακτήρας που νομίζεις πως σε κορόιδεψε και σε αδίκησε. Όσο περιστρέφεσαι στην ίδια δεξιόστροφη πλατεία, όσο δεν ξεκολλάς από τις απαρχαιωμένες πινακίδες και τις προστακτικές ταμπέλες της παλιάς σου γειτονιάς, όσο σταματάς σε κάθε ωτοστόπ για να εξυπηρετήσεις επιφανειακές ανάγκες, όσο κάνεις χαρούλες και χατίρια σε εφήμερες ελπίδες, πώς να αφήσεις χώρο σε κάποιον να σε συνοδέψει ευθεία; Πώς να έχεις κάποιον δίπλα σου, όσο έχεις πολλούς γύρω, πίσω και μπροστά σου;
Καλή η βόλτα στα λημέρια τα αξέχαστα, μα πάλι το χαλάκι της εισόδου θα σου πάρει όλη την κούραση της ημέρας. Στην ησυχία του σπιτιού θα χαλαρώσουν οι εντάσεις σου και στο διπλό κρεβάτι επάνω θα ξαπλώσεις μόνος. Θα κοιμηθείς, γιατί δεν έχεις κι άλλη επιλογή να σε προκαλέσει.
Κι όσο το παίρνεις πια απόφαση να ξεκουνήσεις απ’ τα ίδια, να ανοιχτείς εκεί έξω, να βρεις χαμόγελα, βαθιές ματιές, κοφτές ανάσες, και αμοιβαία χάδια, να ξέρεις δεν τελείωσαν τα πλακόστρωτα δρομάκια. Υπάρχει τόσος κόσμος να δεις κι άλλος τόσος για να δει τον κόσμο σου.
Μπορεί για απόψε να βράδιασε, μα αύριο ξημερώνει ένα καινούριο βράδυ. Τσάι σε δύο κούπες ή κρασί σε δυο ψηλά ποτήρια; Αυτή τη φορά δε θα επιλέξεις μόνος. Θα αφήσεις τη συντροφιά σου να διαλέξει, και θα είναι η πιο άφοβη ευθύνη που πήρες εδώ και καιρό.