Αν απ’ την πρώτη μέρα που κάθισες στη βεράντα σου κατάλαβες ότι θα ‘χεις πρόβλημα με τους νέους σου γείτονες, τι κάνεις; Το χειμώνα με κλειστές πόρτες και παράθυρα πες ότι ήταν υποφερτή η κατάσταση. Τώρα που καλοκαίριασε; Πώς το αντιμετωπίζεις;
Δε λέω, πολιτισμένοι άνθρωποι είμαστε, ακολουθούμε κάποιους κανόνες για να συνυπάρχουμε ήρεμα κι αρμονικά, όλα θα ‘πρεπε να λύνονται με διάλογο, ευγένεια, καλούς τρόπους δίχως μαλώματα, φωνές και παρεξηγήσεις. Οι περισσότεροι κατά αυτόν τον τρόπο συμπεριφέρονται αλλά δεν τους βγαίνει πάντοτε σε καλό όταν έχουν να αντιμετωπίσουν ανίατες περιπτώσεις φωνακλάδων, φασαριόζων και περίεργων γειτόνων.
Επειδή τυχαίνει να έχω μεγαλώσει σε κωμόπολη –πες χωριό– και τώρα ζω στο κέντρο μιας μεγάλης πόλης, έχω παρατηρήσει πώς συμπεριφέρονται οι ένοικοι-ιδιοκτήτες και στις δύο περιπτώσεις. Σημασία δεν έχει αν είναι ιδιοκτήτες ή ενοικιαστές αυτοί που συμπεριφέρονται με αγένεια και θαρρούν πως μπορούν να κάνουν ανά πάσα ώρα και στιγμή ό,τι τους καπνίσει. Από αλλού πηγάζει το «κακό».
Πριν ξεκινήσει η κριτική, τα παραδείγματα προς αποφυγή κι οι πιθανοί τρόποι και λύσεις, να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Οι φοιτητές κι οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι δεν είναι τα τέρατα που ξεσηκώνουν την πολυκατοικία και θορυβούν συνεχώς. Δεν κάνουν κάθε μέρα πάρτι και μαζώξεις με τη μουσική στη διαπασών ούτε μιλούν δυνατά και μαλώνουν με αποτέλεσμα να ακούγονται σε όλο το τετράγωνο. Άλλοι έχουν το πρόβλημα, μερικοί σοβαροφανείς-οικογενειάρχες, μερικές εργαζόμενες-νοικοκυρές και τα κακομαθημένα βλαστάρια τους.
Στα χωριά τα πράγματα είναι απλά, λίγο- πολύ γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους κι αυτό τους δίνει το προνόμιο να μιλούν ελεύθερα και να λύνουν τα τυχόν προβλήματά τους επιτόπου. Κι αν τύχει και παρεξηγηθούν, νερό κι αλάτι, κάποια στιγμή θα τα βρουν, δεν είναι και τόσο τραγικά τα πράγματα. Ο καθένας έχει το σπίτι του, την αυλή του, τα λουλούδια του και παρκάρει το αυτοκίνητο του στο χώρο του. Ακόμη και τα παιδιά τους, θα βγουν να παίξουν σε πλατείες, αυλές κι αλάνες και δε θα ουρλιάζουν τρέχοντας πάνω-κάτω μες στο σπίτι κάνοντας φασαρία και ζημιές ενοχλώντας τους πάντες σε ακτίνα πεντακοσίων μέτρων και βάλε.
Μιλάμε για νορμάλ καταστάσεις ανθρώπων κι οικογενειών που έχουν επίγνωση της πολιτισμένης κοινωνίας. Βέβαια υπάρχουν κι οι εξαιρέσεις των «ούγκανων» που ενώ κατοικούν σε αστικά κέντρα νιώθουν πως είναι αρχηγοί κάποιας φυλής, σε ένα δάσος που τους ανήκουν ακόμη και τα πουλιά στα δέντρα. Λέτε να φταίνε τα πρωτόγονα ένστικτα που δεν μπορούν να αποβάλουν, η έλλειψη παιδείας ή έτσι έμαθαν έχοντας τη νοοτροπία «σπίτι μου είναι ό,τι θέλω κάνω»;
Ένα απλό παράδειγμα ενοχλητικών γειτόνων είναι η βεράντα του από πάνω. Ο από πάνω που λέτε, τινάζει πατάκια, χαλιά, τραπεζομάντιλα, σκούπες, πετάει και καμιά στάχτη του τσιγάρου με αποτέλεσμα η φρεσκοπλυμένη σου μπουγάδα να χρειαστεί να μπει στον κλίβανο. Να τολμήσεις να ανέβεις να ζητήσεις τα ρέστα ή να κάνεις παρατήρηση; Άντε και το κάνεις, αλλά η κατάσταση συνεχίζεται, μετά; Θα πέσεις στο επίπεδό του ή θα συνεχίζεις να υπομένεις την κατάσταση;
Άλλο ένα μεγάλο θέμα είναι η φασαρία των διπλανών μπαλκονιών, που τώρα το καλοκαίρι δεν μπορείς να αποφύγεις. Απ’ τη μια έχει πλάκα γιατί είναι σαν να παρακολουθείς λάιβ ριάλιτι, απ’ την άλλη δεν αντέχεις να ακούς τους τσακωμούς και τα μαλώματα των διπλανών. Να τους ζητήσεις ευγενικά να χαμηλώσουν τον τόνο της φωνής τους; Και ποιος σου εγγυάται ότι θα σε ακούσουν; Αν απ’ τα νεύρα τους σε στολίσουν με κοσμητικά επίθετα και σου χαλάσουν τελείως τη διάθεση; Δεν έχεις καμία όρεξη για διαπληκτισμούς οπότε το αφήνεις πάλι.
Ναι, αλλά με το να αμελείς καταστάσεις και προβλήματα που σε φέρνουν σε δύσκολη θέση, δε θα βρεθούν λύσεις. Αν είσαι σωστός και θεωρείς πως έχεις δίκιο σε όλα όσα σε ενοχλούν πρέπει να αρχίσεις να μιλάς και να απαιτείς ίση αντιμετώπιση. Δεν έχει κανείς το δικαίωμα να σου συμπεριφέρεται με αγένεια και να σου λέει παραμύθια τύπου «κουμάντο στο σπίτι σου και πρόβλημά σου». Απ’ τη στιγμή που η κάθε πράξη του εκάστοτε γείτονα έχει επίδραση στη ζωή σου επιβάλλεται να μιλάς, να ζητάς τα ρέστα, να διαφωνείς και να μη σκύβεις το κεφάλι.
Επιμέλεια Κειμένου Αγγελικής Κατσουλίδη: Πωλίνα Πανέρη