Ξημερώματα Κυριακής μετά από ξενύχτι σε μπαράκια, κλαμπάκια, μπουζούκια και πριν απ’ την επιστροφή στο σπίτι είναι απαραίτητη μια στάση σε ένα τυροπιτάδικο για να στρώσει το στομάχι απ’ τα ποτά. Η παρέα γεμίζει το τραπέζι με τυρόπιτες, μπουγάτσες, πεϊνιρλί και συνήθως παραγγέλνει περισσότερα απ’ όσα χρειάζονται με αποτέλεσμα να περισσεύουν στα πιάτα. Λίγο η νύστα, λίγο η ζάλη, λίγο το φούσκωμα στο στομάχι, δε μιλάει κανείς. Κάποιος αναστενάζει χαζεύοντας το δρόμο, κάποιος άλλος καπνίζει, κάποια άλλη προσπαθεί να στείλει μήνυμα με το κινητό της. Πριν φύγουν ακούγεται η παρακάτω συζήτηση:
-Θα τα φάει κανένας αυτά ή να τα αφήσουμε στο πεζοδρόμιο για το σκυλάκι που είδαμε πριν;
-Ας τα δώσουμε, εγώ έχω σκάσει. Τελείωνε κι εσύ με το τσιγάρο σου να πάμε για ύπνο.
-Γάτα δεν ήταν; Ρε, δεν κάνει να τρώνε τέτοια τα ζώα.
-Απ’ το να μένουν νηστικά, κάνει και παρακάνει. Άντε, σηκωθείτε να πληρώσουμε.
Αφήνουν τα περισσεύματα για τα αδέσποτα σε μια γωνιά κι οδεύουν προς τα σπίτια τους.
-Κάναμε και την καλή μας πράξη σήμερα.
-Σιγά, την καλή πράξη.
-Ισχύει, δεν κάναμε και τίποτα.
Περπατώντας άρχισαν να μιλάνε για τις διάφορες φιλανθρωπίες που κάνουν οι διάσημοι και πώς θα βοηθούσαν κι οι ίδιοι αν είχαν τα χρήματά τους. Επίσης, ανέφεραν τα κινήματα εθελοντών που ξεκίνησαν τα τελευταία χρόνια από απλούς πολίτες., αστειευόντουσαν για τα quotes που κυκλοφορούν στο facebook, τύπου «Με την κρίση δεν πεινάς αλλά αδυνατίζεις» και κατέληξαν πως αν υπάρχει καλή θέληση ο καθένας μπορεί να βοηθήσει το συνάνθρωπο που έχει ανάγκη φέρνοντας το παράδειγμα με τις κρεμασμένες σακούλες καθαρού φαγητού σε κάδους απορριμμάτων. Δυστυχώς όμως κανείς τους δεν το είχε κάνει ακόμα πράξη, όπως κι οι περισσότεροι από εμάς.
Φτάνοντας στο σημείου που θα χώριζαν οι δρόμοι τους, κοντοστάθηκαν. Το μάτι τους έπεσε στο κτίριο του απέναντι δρόμου όπου ήταν καρφωμένη μια ζωγραφισμένη κρεμάστρα ρούχων με μια μικρή επιγραφή. Πάνω της κρεμόντουσαν δυο διάφανες πλαστικές σακούλες με ατομικές μερίδες φαγητού. Δεν μπορούσαν να διακρίνουν τι ακριβώς έγραφε κι η περιέργειά τους έγινε η αιτία να πλησιάσουν προς το μέρος του κτιρίου.
Η κρεμάστρα έγραφε «Ο τοίχος της καλοσύνης» κι η επιγραφή «Άφησέ το αν σου περισσεύει. Παρ’ το αν το χρειάζεσαι. Καθαρό φαγητό και ρούχα». Δεν είχαν ξανά δει κάτι παρόμοιο στο κέντρο της πόλης τους. Κοιτάχτηκαν αμίλητοι, σχεδόν ενοχικά. Χωρίς να χάσουν χρόνο το έψαξαν απ’ το κινητό τους στο διαδίκτυο. Πληκτρολογώντας τη φράση «Ο τοίχος της καλοσύνης» και την ονομασία της πόλης τους εμφανίστηκε ένας χάρτης με σημεία.
«Κοιτάξτε. Εδώ είμαστε εμείς.» αναφώνησε με ενθουσιασμό ο πρώτος δείχνοντας τους την οθόνη του κινητού, «έχει και κοντά στη δουλειά μου», είπε ο επόμενος ενώ η τρίτη της παρέας τους διάβαζε ένα αντίστοιχο άρθρο.
Συνειδητοποίησαν ότι «Ο τοίχος της καλοσύνης» είναι μια δράση, πρακτική, ταπεινή με αξιοπρέπεια. Μια ιδέα η οποία ξεκίνησε πριν από μερικούς μήνες από μια ομάδα φίλων στη Λάρισα κι έχει εξαπλωθεί και σε άλλες πόλεις. Αρχικός στόχος της ομάδας ήταν να αντικατασταθούν οι κρεμασμένες σακούλες (με καθαρό φαγητό) που βλέπουμε στους κάδους και να τοποθετούνται σε ένα πιο ασφαλές μέρος. Τοποθετώντας λοιπόν χαρούμενες κρεμάστρες σε κάθε γωνιά της πόλης, ο κόσμος ευαισθητοποιήθηκε και στηρίζει καθημερινά την προσπάθειά τους. Οι φωτογραφίες που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο αποδεικνύουν πως υπάρχει ακόμη αυτό που λέμε ανθρωπιά και καλοσύνη.
Αν η παρέα της ιστορίας μας ήταν η δική σου παρέα, αν εσύ ήσουν ένας από τους τρεις φίλους, τι θα έκανες;
Σχεδόν σε κάθε γειτονιά υπάρχει κι ένας «Τοίχος της καλοσύνης», μην τον προσπερνάς αδιάφορα. Αν καμιά φορά σου περισσέψει το φαγητό που μαγείρεψες, μπορείς να το προσφέρεις. Το «λίγο» για σένα είναι «πολύ» για κάποιον άλλο.
Την περασμένη βροχερή εβδομάδα, κάποιος στερέωσε την ομπρέλα του πάνω από μια κρεμάστρα και τοποθέτησε τις σακούλες έτσι ώστε να μη βρέχονται. Κοίτα γύρω σου, μέρα με τη μέρα πληθαίνουν γύρω μας οι όμορφοι άνθρωποι. Εμείς; Πότε;
Επιμέλεια Κειμένου Αγγελικής Κατσουλίδη: Πωλίνα Πανέρη