Η καλή μέρα απ’ το πρωί δε φαίνεται. Μπορεί να ξυπνήσεις γεμάτος θετική ενέργεια, έτοιμος να αδράξεις τη μέρα καθώς βγαίνεις απ’ το σπίτι σου να σιγοτραγουδάς ένα τραγούδι που δεν ξέρεις καλά-καλά τους στίχους αλλά σου προκαλεί ευχάριστη διάθεση κι εκεί που λες πως τίποτα δεν μπορεί να χαλάσει τη μέρα σου, λίγα τετράγωνα παρακάτω ακούς μια επίμονη κόρνα και συμβαίνει αυτό: «Άντε μωρή κότα, πέρνα. Έχουμε και δουλείες» λέει με νεύρα και συνεχίζει ανεβάζοντας κι άλλο τον τόνο της φωνής: «Κοιτάξτε ρε κάτι αργόσχολους. Να πάτε πίσω στα χωριά σας. Μαζευτήκατε όλοι εδώ».
Είτε θα απαντήσεις κατάλληλα είτε θα αγριοκοιτάξεις. Μα ακόμη κι αν αποφασίσεις να μην απαντήσεις στο ον που σε προσέβαλε και να συνεχίσεις το δρόμο σου, από μέσα σου θα σκεφτείς τι μαλάκες υπάρχουν.
Γιατί να σε βρίσει κάποιος στα καλά καθούμενα; Γιατί σου βγαίνει η λεγόμενη αυτοάμυνα με το να βρίσεις κι εσύ; Να προσβάλλεις κάποιον; Θα μπορούσε η απάντησή σου να ήταν «Καλημέρα και σε εσάς» συνοδευόμενη με ένα πλατύ χαμόγελο. Θα αποστόμωνες τον θυμωμένο οδηγό κι ίσως τον έβαζες σε σκέψεις με το να του χαρίσεις λίγη απ’ την ευγένειά σου.
Έχεις σκεφτεί πώς θα ήταν ο κόσμος χωρίς βωμολοχίες; Ποιος ο λόγος ο πολιτισμένος άνθρωπος να συνεχίζει να βρίζει και να προσβάλει; Είναι μόνο μια κακιά συνήθεια; Είναι κι αυτή σαν το τσιγάρο που ενώ γνωρίζεις όλες τις συνέπειες που προκαλεί, συνεχίζεις να καπνίζεις;
Ας υποθέσουμε ότι είναι μια κακή συνήθεια απ’ τα πρώιμα παιδικά μας χρόνια. Ο τρόπος που αναπαράγει ορισμένες λέξεις ένα παιδί σε μικρή ηλικία θυμίζει παπαγάλο. Δεν καταλαβαίνει τη σημασία τους, ό,τι ακούει λέει. Μεγαλώνοντας, όμως, αρχίζει να κρίνει και να κατανοεί τι είναι σωστό και τι όχι. «Δεν επιτρέπεται να λέμε κακές κουβέντες» λέει ένας γονιός στο παιδί του κι ίσως το τιμωρεί όταν το ακούει να βρίζει. Το παιδί ως αντίδραση προς αυτούς συνεχίζει να αναπαράγει «κακές κουβέντες» συνήθως κρυφά απ’ τους γονείς.
Θυμήσου στο σχολείο, οι μάγκες, τα «κακά παιδιά» έβριζαν και δεν ακολουθούσαν πιστά τους κανόνες. Ήταν κι αυτό στα πλαίσια της επανάστασης της εφηβείας για πολλούς. Δεν έφταιγε η οικογένεια αλλά η κρίση του κάθε έφηβου που αρχίζει να μεγαλώνει. Χρησιμοποιούσε βωμολοχίες στην καθημερινότητά του χωρίς ηθικούς φραγμούς. Είτε γιατί είχε νεύρα κι ήθελε να ξεσπάσει κατ’ αυτόν τον τρόπο είτε γιατί το έβλεπε σαν κώδικα επικοινωνίας, δεν το θεωρούσε απαραίτητα κακό. Υιοθέτησε τη λέξη «μαλάκας» αποκαλώντας έτσι τους φίλους του και του έμεινε η συγκεκριμένη συνήθεια στα μετέπειτα χρόνια.
Επιστρέφοντας στο σήμερα σίγουρα θα έχεις ακούσει ακόμη και κάποιον σαρανταπεντάρη να αποκαλεί μαλάκα κάποιον φίλο του, όχι για να τον προσβάλει, απλά σαν έκφραση. Ακόμη κι εσύ. Χρησιμοποιείς συχνά-πυκνά βρισιές στην καθημερινότητά σου δίχως λόγο κι αιτία τις περισσότερες φορές.
Προσπαθείς να κάνεις κάτι και δεν το καταφέρνεις, όπως να ανοίξεις μια συσκευασία, να φτιάξεις κάτι που χάλασε στο σπίτι σου και λες θυμωμένος «άντε γαμήσου» στα αντικείμενα. Παίρνεις τηλέφωνο σε μια εταιρία κι αν ο υπάλληλος που προσπαθεί να σε εξυπηρετήσει σου λέει κάτι που δε θες να ακούσεις, όπως ότι θα καθυστερήσει αυτό που ζητάς, εσύ αλλάζεις τον τόνο της φωνής σου και προσπαθώντας να φανείς έξυπνος, θέλοντας να βρεις το δίκιο σου γίνεσαι αυτομάτως αγενής και τον προσβάλλεις χωρίς να σου φταίει.
Κάθισες ποτέ να τα βάλεις κάτω και να συζητήσεις με τον εαυτό σου; Να δεις σε τι οφείλει να εκφράζεσαι με βρισιές και βωμολοχίες και να προσβάλλεις τον κόσμο; Να λες κάθε λίγο και λιγάκι «άντε στο διάολο» –ή όποια άλλη φράση έχεις κάνει ψωμοτύρι– σε καταστάσεις, συμπεριφορές, ακόμη και στο κινητό σου που κόλλησε; Είναι θέμα σωστής συμπεριφοράς κι ευγένειας.
Δεν είπαμε να γίνουμε τα αρκουδάκια της αγάπης και να γεμίσει ο πλανήτης μας με καρδούλες και λουλούδια απ’ τη μια μέρα στην άλλη αλλά λίγη ευγένεια παραπάνω δε βλάπτει. Αν αλλάξεις έστω και λίγο τον τρόπο που εκφράζεσαι, θα είναι ένα μικρό βήμα για ‘σένα αλλά ένα μεγάλο για τις κοινωνικές σου συναναστροφές και το περιβάλλον σου και πού ξέρεις, ίσως αλλάξουν κι άλλοι προς το καλύτερο χάρη σε εσένα.
Επιμέλεια Κειμένου Αγγελικής Κατσουλίδη: Πωλίνα Πανέρη