Μιας και είμαι ένα από τα ζώδια του Καλοκαιριού με στοιχείο το νερό δεν θα μπορούσαν να μην έχω μια καλοκαιρινή ιστορία να σας διηγηθώ. Όλα τα καλοκαίρια μου ήταν ξέγνοιαστα. Είχαν χαλάρωση, διακοπές, μπάνια στη θάλασσα, είχαν μυρωδιές από τα ανθισμένα λουλούδια στον κήπο, τρώγοντας καρπούζι και κοιτάζοντας τ’άστρα, αμπελοφιλοσοφίες με φίλους μέχρι τα χαράματα είτε στην αμμουδιά με μπίρες είτε σε βεράντες.
Αλλά πάντοτε περίμενα έναν καλοκαιρινό έρωτα, ένα έντονο φλερτ να ρθει να ταράξει τα ήρεμα νερά μου και ας έφευγε με τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου. Είχα και τα τυχερά μου στον έρωτα δε λέω, αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται με το Καλοκαίρι του 2012, τίποτα δε συγκρίνεται με τις δυνατές φιλίες και τα όνειρα που γίνονται πραγματικότητα.
Αν και το ’12 σύμφωνα με το ημερολόγιο των Μάγιας θα έφερνε την καταστροφή, για μένα ήταν εμπειρία ζωής που θέλω να την μοιραστώ μαζί σας. Προσέξτε δεν έχει λίγο κρασί λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου. Βασικά δεν είχε καθόλου θάλασσα διότι δουλεύαμε down town στην καυτή πόλη της Λάρισας. Όταν η θερμοκρασία χτυπούσε κόκκινο εμείς παίζαμε μπουγέλο με παγωμένες μπίρες.
Τώρα θα σας πάω αρκετά χρόνια πίσω, στο Millenioum, κάπου στις αρχές των 00’s τότε που γνώρισα ένα χαριτωμένο μελαχρινό αγόρι. Τον Βασίλη. Αυτός ο φίλος μου είναι κάτι σαν το σύμπαν για μένα, υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει στη ζωή μου. Αυτό λοιπόν το αγόρι από μικρό και από τρελό είχε ένα όνειρο, να ανοίξει ένα μπαρ.
Όχι ένα οποιοδήποτε, ήθελε ένα ροκ μπαράκι, να μαζεύονται όλοι οι φίλοι μας και να γίνει στέκι στην πόλη. Τότε όλοι είχαμε όνειρα που ξεχάσαμε στην πορεία και ακολουθήσαμε άλλους δρόμους και άλλα μονοπάτια.
Τα χρόνια πέρασαν, χαθήκαμε, ξαναβρεθήκαμε και ένα βράδυ της Άνοιξης του ’12 εκεί που τα πίναμε γυρίζει προς το μέρος μου και μου λέει «Να πάρω το ρίσκο να ανοίξω ένα μπαρ;»
«Σε πείραξαν οι βότκες; Ε; Πάμε να φύγουμε και μου τα λες αύριο στον καφέ».
Αυτός πήρε το σοβαρό το ύφος και συνέχισε «Θα με βοηθήσεις;»
Γέλασα και του είπα «Ναι, θα σε βοηθήσω στην διακόσμηση και μετά θα κάνω την μπαργούμαν». Το γυρίσαμε στην πλάκα και φτιάχναμε σενάρια για το πώς θα μπορούσε να γίνει λέγοντας ό,τι βλακεία μας κατέβει.
Η πλάκα μας εκείνο το βράδυ έμελλε να γίνει πραγματικότητα. Πες το τύχη, πες το κατάλληλες συγκυρίες, ένα όνειρο ζωής πραγματοποιήθηκε μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα. Μεταμορφώσαμε στην κυριολεξία ένα χώρο στο λόφο του φρουρίου της Λάρισας απέναντι από την πλατεία με τους αρχαίους τάφους. Με ομαδική δουλειά, λίγα έξοδα και μεράκι καταφέραμε να φτιάξουμε ένα μαγαζί από το μηδέν σύμφωνα με τα θέλω του φίλου μας. Το αποτέλεσμα ήταν καλύτερο από ότι περιμέναμε και η επιτυχία ήρθε από την πρώτη μέρα λειτουργίας του. Το όνομα αυτού «Bedrock».
Έτσι λοιπόν εκείνο το καλοκαίρι είχαμε κάνει τη νύχτα μέρα, δουλεύαμε από τις 8 το βράδυ μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες αλλά δε μας χάλαγε καθόλου. Σχεδόν κάθε βράδυ βρίσκαμε αφορμή για πάρτι. Το καλό με το team μας ήταν ότι υπήρχε εμπιστοσύνη, βοηθούσε ο ένας τον άλλο και η διάθεση μας ήταν ανεβασμένη στα ύψη αφού δεν το βλέπαμε ως βαρετή δουλειά αλλά ως συνάντηση και χαβαλέ με την παρέα με αφεντικό τον φίλο μας. Φυσικά και υπήρχε ο επαγγελματισμός και ορισμένοι τσακωμοί και διαφωνίες που και που για να κρατάμε τις ισορροπίες. Είχαμε τη συνταγή της επιτυχίας σαν μαγαζί.
Και που λέτε μέσα στο μπαρ του Bedrock είδαν πολλά τα μάτια μου. Θα αρχίσω από τις κατακτήσεις του Βασίλη. Αυτό που δε μπορώ ακόμη να εξηγήσω είναι πώς γίνεται όλες οι γυναίκες να ιντριγκάρονται από επιχειρηματίες εστίασης και στις συζητήσεις τους να λένε : «γνώρισα χθες τον τάδε που έχει το τάδε μαγαζί, ναι καλέ αυτός το έχει. Να πάμε σήμερα!» Κάθε βράδυ είχε και από μια θαυμάστρια το αφεντικό. Άλλες τον κούραζαν και κάθε τόσο έκανε νόημα να τον φωνάζω μέσα για υποτιθέμενα θέματα δουλειάς, άλλες προσπαθούσαν να πιάσουν φιλίες με μένα για να τον πλησιάσουν και άλλες περιμένανε μέχρι το κλείσιμο του μαγαζιού να φύγουν μαζί του.
Εκείνο το καλοκαίρι όλοι μας μετρήσαμε τα περισσότερα φλερτ, άλλα ήταν μιας εβδομάδας, άλλα μιας βραδιάς και άλλα έγιναν σχέσεις που κρατάνε μέχρι σήμερα κι ένα ζευγάρι που γνωρίστηκε εκεί παντρεύτηκε και μας κάλεσε στον γάμο τους. Δεν ξέρω τι μας ψέκαζαν εκείνα τα βράδια στην πόλη. Όταν νύχτωνε ο κόσμος έβγαινε με σκοπό να φλερτάρει, να παίξει, να ερωτευτεί. Τα κερασμένα σφηνάκια πηγαινοερχόντουσαν, χαρτάκια στον dj με αφιερωμένα τραγούδια και ζευγάρια ψιλοζαλισμένα από τα ποτά να φεύγουν αγκαλιασμένα στο τέλος κάθε βραδιάς.
Μέχρι και ο πρώτος εφηβικός μου έρωτας ήρθε να με βρει. Δεν αξίζει να αναφέρω αυτό το στόρι, ένα όμως θα σας πω και να το θυμάστε. Μην επιχειρήσετε να κάνετε σχέση με το ίδιο άτομο μετά από χρόνια γιατί θα καταστραφούν οι όμορφες αναμνήσεις που είχατε. Α, ούτε σεξ μαζί του, ούτε τίποτα. Συμβουλή από μένα που την έπαθα και έμαθα.
Δεν ήταν όμως όλα ρόδινα μέσα από το μπαρ. Έχω δει και ζευγάρια να χωρίζουν, να μαλώνουν έντονα αλλά όχι με κλισέ σκηνικά όπως να πετάει η κοπέλα στο πρόσωπο του άντρα το ποτό αλλά με φωνές, έντονες διαφωνίες και διάφορα κοσμητικά επίθετα που τα κάλυπτε η δυνατή μουσική.
Το καλύτερο της ιστορίας το άφησα για το τέλος. Μέσα από τις εμπειρίες μου στο Bedrock και έπειτα από ένα Καλοκαίρι χωρίς διακοπές, με δουλειά- συνεργασία με φίλους, απογοητεύσεις, γέλια, ενθουσιασμούς, γνωριμίες άρχισα να παρατηρώ καλύτερα τους ανθρώπους γύρω μου.
Άρχισα να αγαπώ τη ζωή με τα καλά της και τα στραβά της. Άρχισα να πιστεύω ξανά στα όνειρα και τους στόχους. Ίσως μετά από εκείνο το καλοκαίρι άρχισα να ζω πραγματικά σπάζοντας τη γυάλα που με εγκλώβιζε.
Πίσω από μια μπάρα λοιπόν κατάλαβα το μεγαλύτερο μου όπλο. Όχι δεν είναι το χαμόγελό μου ή τα μάτια μου. Είναι το να βλέπω τις καταστάσεις από τη θετική τους πλευρά και να μην το βάζω κάτω. Πες το γλυκανάλατο αλλά αυτή είναι η μικρή μου αλήθεια.