Υπάρχουν στιγμές που νιώθουμε δυνατοί. Έχουμε καταφέρει να βάλουμε τα πάντα σε μια τάξη και κρατάμε, όσο αυτό είναι εφικτό, τον έλεγχό τους. Ακόμα και τα συναισθήματα, που τις περισσότερες φορές μοιάζουν ανεξέλεγκτα, έχουν βρει ισορροπία κι έχουν εναρμονιστεί στο γενικότερο σύνολο. Υπάρχει, όμως, ένας απρόβλεπτος παράγοντας που είναι ικανός να αλλάξει όλες τις μεταβλητές σε αυτή τη σχετική εξίσωση ισορροπίας κι εν τέλει, να μετατρέψει το άθροισμα του ελέγχου σε μηδέν. Ο απρόβλεπτος παράγοντας του έρωτα.
Πάντα σου χτυπάει την πόρτα απρόσκλητος, χωρίς να δώσει το παραμικρό περιθώριο να ετοιμαστείς. Εκμεταλλεύεται την άγνοιά σου και μπαίνει μέσα στον χώρο σου. Αρχίζει να παίρνει πρωτοβουλίες κι αλλάζει τη διακόσμηση και τη σειρά των πραγμάτων, χωρίς να υπολογίζει ιδιαίτερα τη γνώμη σου. Κι αν είσαι τυχερός και καταφέρεις να τον αντέξεις, μπορεί κάπου στην πορεία να τον συνηθίσεις. Μέχρι που, τελικά, θα τον βαρεθείς και θα τον διώξεις. Αν πάλι είσαι άτυχος, μπορεί να τον λατρέψεις και τότε γελώντας ειρωνικά, θα ανοίξει ξαφνικά την πόρτα και θα φύγει, αδιαφορώντας για τη ζημιά που έκανε.
Το πέρασμά του σε σημαδεύει και σε απομακρύνει από όσα θεωρούσες μέχρι χθες δεδομένα. Πασχίζεις να ξαναβρείς τις ισορροπίες και τους ρυθμούς σου, μόνο που τώρα έχει αφήσει ένα σημάδι αδυναμίας, να σου θυμίζει πόσο ευάλωτος είσαι. Όσο το αφήνεις να στέκεται μπροστά σου είναι αδύνατο να απλουστεύσεις την εξίσωση και να επαναφέρεις, έστω και στο ελάχιστο, την ισορροπία.
Οι επιλογές δεν είναι πολλές. Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν πια στο τραπέζι. Χωρίς ιδιαίτερη σκέψη αποφασίζεις να πάρεις και πάλι τον έλεγχο. Χτίζεις ένα τείχος και τον φυλακίζεις, μαζί με κάθε ανάμνηση και στιγμή αδυναμίας που απλόχερα σου χάρισε. Στέκεσαι κατήγορος, δικαστής κι ένορκος. Ασκείς κάθε εκτελεστική λειτουργία κι εν τέλει βγάζεις την ετυμηγορία πως αυτό είναι για το καλό σου. Ορκίζεσαι να μην ξαναμιλήσεις ποτέ για το πόσο σε επηρέασε και σε σημάδεψε. Μέσα σε αυτήν την άτυπη συμφωνία ίσως ξαναβρείς τις συγκυρίες που χρειάζεσαι για να νιώσεις δυνατός.
Αρνείσαι την αγάπη και τον έρωτα, γιατί καίνε ακόμα κάπου μέσα σου και το ξέρεις. Γίνεσαι απόλυτος, γιατί θυμάσαι πόσο διαλλακτικό σε είχαν κάνει και ντρέπεσαι. Είναι ο φόβος που σε καίει, ότι αν τυχόν παραδεχτείς την ύπαρξή τους θα γκρεμίσεις μόνος τη φυλακή που έχτισες για να κλειδώσεις την πιο αδύναμη εκδοχή του εαυτού σου. Έτσι διαλέγεις την ειρωνεία και κάνεις την αυτοκριτική σου μέσα από ιστορίες άλλων που θυμίζουν τη δικιά σου. Όλα είναι ανούσια, όλοι λένε ψέματα και, τελικά, θα σε προδώσουν, είναι η νέα θεωρία που επαναλαμβάνεις για να πείσεις τον εαυτό σου.
Όμως η πραγματικότητα είναι άλλη. Ακόμα κι αν δεν το παραδέχεσαι, υπάρχει ένας άνθρωπος που σου βγάζει μια διαφορετική εικόνα, κι αυτό σε τρομάζει. Ηθελημένα βάζεις τέλος σε όποια συζήτηση και λέξη τον θυμίζει. Φοβάσαι. Φοβάσαι τόσο που δεν αφήνεις κανέναν να αναφέρει ή να αφήσει να εννοηθεί το παραμικρό. Αν τους αφήσεις να μάθουν πολλά, τότε μπορεί να καταλάβουν ότι κάτι κρύβεις. Ότι κάπου εκεί μέσα κρύβεται μια πιο ευαίσθητη εκδοχή σου, κι αυτό μοιάζει επικίνδυνο.
Μα όταν δε συζητάς για κάτι, δε σημαίνει ότι το ξεπέρασες, αλλά ότι κάπου το ‘χεις θάψει. Όσο πιο πεισματικά απαρνείσαι κάποιον, τόσο πιο πολύ τον θες. Ο κόσμος μπορεί να πιστεύει όσα λες, αλλά ο κόσμος δεν είναι εσύ, κι εσύ ξέρεις τη μόνη αλήθεια: O έρωτας είναι το πιο αδύναμο και δυνατό παιχνίδι, και τώρα μπαίνεις στο δεύτερο ημίχρονο.
Μέσα σε όλες αυτές τις στιγμές βεβαιότητας κι επιβολής των νέων σου «πρέπει», πιάνεις τον εαυτό σου να χάνεται σε σκέψεις κι αναμνήσεις που κόβουν την ανάσα. Ξυπνάνε ένα αλλόκοτο συναίσθημα που δεν μπορείς να περιγράψεις, αλλά είναι σίγουρα κάτι πολύ όμορφο κι ιδιαίτερο. Όλες αυτές οι εικόνες του χθες, που έρχονται μέσα απ’ τις φυλακισμένες αναμνήσεις, είναι όλες με το ίδιο άνθρωπο και δε σε κάνουν να νιώθεις όσο άσχημα έχεις πείσει τον εαυτό σου ότι πρέπει.
Μετά από λίγο ανοίγεις τα μάτια κι όλα χάνονται. Ο θυμός, η θλίψη κι η απογοήτευση σε πλημμυρίζουν σαν χείμαρρος και τα βάζεις με τον εαυτό σου που επέτρεψε σε αυτές τις σκέψεις να αποδράσουν απ’ τη φυλακή σου. Όμως δεν ήταν το χθες που θέριεψε την οργή σου. Είναι ότι στο σήμερα δεν υπάρχει πλέον το χθες. Αυτό σε πονάει πολύ περισσότερο από όσα ένιωσες, γιατί μέσα σου ξέρεις ότι οι στιγμές που πραγματικά άξιζαν και μέτρησαν για εσένα είναι όλες κομμάτι του εξορισμένου σου χθες.
Όσα λες και κάνεις είναι δικαιολογίες, γιατί δεν τολμάς να παραδεχτείς το αυτονόητο. Ότι θα θυσίαζες τα πάντα χωρίς σκέψη για έναν και μόνο άνθρωπο. Γιατί ακόμα τον αγαπάς κι είσαι ερωτευμένος μαζί του. Κι ας μην είσαι ο σκληρός, ο επιβλητικός, ο ασφαλής πια. Ας μην έχεις κανέναν έλεγχο, ούτε καν στον ίδιο σου το εαυτό. Θα ‘σαι γεμάτος, κι αυτό, σε τελική ανάλυση, είναι το μόνο συναίσθημα που σου λείπει∙ πληρότητα.
Μια στιγμή ειλικρίνειας είναι αρκετή να σε κάνει να δεις τι πραγματικά νιώθεις. Μια στιγμή αρκεί για να αλλάξει τα πάντα. Όπως τότε που αντίκρισες εκείνο το πρόσωπο πρώτη φορά και χάθηκε ο κόσμος γύρω σου. Τώρα, όμως, είναι η ώρα της μεγάλης απόφασης. Θα συνεχίσεις να ‘σαι ο σκληρός κριτής και τιμωρός του εαυτού σου ή θα ρίξεις επιτέλους το ανόητο τείχος που σε κρατάει φυλακισμένο και δε σε αφήνει πραγματικά να ζήσεις;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη