Ετοιμάζεται για ένα ακόμα ραντεβού. Κάτι μέσα του φωνάζει ότι τσάμπα χάνει τον χρόνο του. Ποιος ο λόγος να αρχίσει κάτι που έχει ημερομηνία λήξης; Εκτός αν διαλέξει να πει ψέματα ή –για να μην ταράξει τα νερά της συνείδησής του– αποκρύψει την αλήθεια. Στην κατάστασή του οι τύψεις θα ήταν ένα ακόμα βαρίδι στην ήδη τσακισμένη ψυχολογία του. Θα πάρει τον δρόμο της αλήθειας, ελπίζοντας ότι αυτή τη φορά θα πέσει πάνω στην εξαίρεση.
Κατεβαίνει προς το αμάξι που είχε παρκάρει απέναντι απ’ την παιδική χαρά. Περπατάει και προσπαθεί να διώξει την άρνηση. Συγκεντρώνει όση θετική ενέργεια του έχει απομείνει. Ξεκλειδώνει και βάζει μπροστά. Λίγο πριν βάλει ταχύτητα και ξεκινήσει, πέφτει το βλέμμα του μέσα στην παιδική χαρά. Σε γονείς που παίζουν με τα παιδιά τους. Χαζεύει τα χαμόγελα, τα πρόσωπα που γεμίζουν ανησυχία και πανικό και κλάσματα του δευτερολέπτου αργότερα ξεφυσάνε από ανακούφιση. Τις φωνές και τα κυνηγητά των μικρών τυράννων.
Ξεκινάει να οδηγάει, βυθισμένος μέσα σε σκέψεις. Θυμάται εκείνες τις φορές που δε στάθηκε αρκετά προσεκτικός κι έζησε για μέρες με το άγχος μην τυχόν και γίνει πατέρας τόσο νέος. Δεν ήταν έτοιμος τότε, φοβόταν τις ευθύνες. Ένιωθε ότι θα έχανε απότομα τα νιάτα του και θα ζούσε σε μια φυλακή υποχρεώσεων. Άραγε, είχε λόγο εκείνον τον καιρό να αγχώνεται;
Είχαν περάσει κάμποσοι μήνες από τότε που έμαθε ότι δεν μπορεί να κάνει παιδιά. Ποτέ ως εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβε πόσο πολύ το ήθελε. Έτσι γίνεται, όμως. Μονάχα όταν χάνεις κάτι που θεωρείς δεδομένο καταλαβαίνεις την αξία του. Μέχρι εκείνη τη μέρα μπορούσε να σκεφτεί χιλιάδες λόγους για να σου αποδείξει ότι δεν είναι έτοιμος να γίνει πατέρας. Δεκάδες σχέσεις τελείωσαν επειδή δεν ήθελε καν να το συζητήσει. Έλα, όμως, που η μοίρα έχει μια πολύ διεστραμμένη αίσθηση του χιούμορ.
Το ράδιο έπαιζε δυνατά, όμως στα αφτιά του ηχούσαν ακόμα οι παιδικές φωνές. Σε κάθε κόκκινο που σταματούσε έκλεινε τα μάτια κι έβλεπε τα παιδάκια να τρέχουν γύρω του. Και τι δε θα έδινε να τα άλλαζε όλα, να γινόταν κάτι που να αναιρούσε τα πάντα. Τις πρώτες μέρες μετά το σοκ της είδησης ήλπιζε ότι μπορεί να ‘χει γίνει κάποιο λάθος, όμως οι νέες εξετάσεις ήρθαν για να επιβεβαιώσουν τις προηγούμενες. Τα αποτελέσματα ήταν τελικά και μη αναστρέψιμα.
Λίγες εβδομάδες μετά το οδυνηρό ξάφνιασμα του νέου, του ήρθε ακόμα μια σφαλιάρα. Η σχέση του τον εγκατέλειψε. Δεν μπορούσε να συνεχίσει μαζί του. Ήθελε, λέει, να κάνει δική της οικογένεια. Η αντίδρασή της έδινε το πάτημα για συμπεράσματα που δεν την τιμούσαν ιδιαίτερα, όμως δεν μπορούσε να την αδικήσει. Κάπου μέσα του είχε αρχίσει να νιώθει μισός. Λες και του είχαν κόψει ένα κομμάτι απ’ τον ανδρισμό του. Γνώριζε ότι υπήρχαν κι άλλοι τρόποι να αποκτήσει οικογένεια, αλλά κάθε νέα γνωριμία που έκανε τελείωνε το ίδιο άδοξα, όταν ερχόταν στο φως η αλήθεια.
Δοκίμασε και να το κρύψει, αλλά τον βάραινε τόσο πολύ η αλήθεια που φυλάκιζε μέσα του, μέχρι που τελικά λύγισε και το αποκάλυψε. Το αποτέλεσμα ήταν χειρότερο. Μέσα στα πολλά που ήδη ένιωθε, κέρδισε και τον τίτλο του ψεύτη. Κάθε αποτυχία τον έκανε να νιώθει όλο και λιγότερος. Δεν ήξερε καν γιατί προσπαθούσε. Ίσως έπρεπε να αποδεχθεί τη νέα του μοίρα και να μείνει μόνος.
Έφτασε νωρίτερα και βρήκε σχετικά γρήγορα να παρκάρει. Είχε μερικά λεπτά να την περιμένει, πριν εμφανιστεί. Κάποτε αυτό τον γέμιζε άγχος, όμως πλέον ένιωθε ότι ήξερε ακριβώς πώς θα εξελισσόταν. Προσπάθησε να καθαρίσει το μυαλό του από όλες εκείνες τις σκέψεις, για να γίνει όσο το δυνατόν πιο ευχάριστος. Είχε πάρει απόφαση ότι θα πορευτεί παρέα με την αλήθεια του. Δεν είχε και πολλές ελπίδες, μέσα του το ήξερε.
Δεν άργησε να έρθει, τη χαιρέτησε και μπήκανε στο μαγαζί. Παρήγγειλαν φαγητό και, συντροφιά μ’ ένα ωραίο κρασί, χάθηκαν σε συζητήσεις που έμοιαζαν απρόσμενα ευχάριστες. Είχε ξεχάσει το πρόβλημά του και πέρναγε όμορφα. Υπήρχε κάτι το πολύ ιδιαίτερο σε εκείνη. Πριν καν το καταλάβει, είχαν τελειώσει όλο το μπουκάλι. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Πρέπει να μιλούσανε ώρες. Το συνειδητοποίησε μόνο όταν κοίταξε το ρολόι του. Τότε θυμήθηκε ότι δεν είχε πει ακόμα την αλήθεια. Φοβήθηκε περισσότερο από κάθε άλλη φορά και βυθίστηκε πάλι σε σκέψεις μοναξιάς. Ήταν απλά μια καλή μέρα που σύντομα θα τέλειωνε και πιθανόν να μην ξαναρχόταν. Έπρεπε, επιτέλους, να το πάρει απόφαση ότι δε θα βρει ποτέ καμία που να τον θέλει. Υπήρχε κάτι που δεν μπορούσε να δώσει, και το ήξερε.
Τον πονούσε πολύ που δε θα κρατούσε ποτέ μια δική του κόρη ή έναν γιο στην αγκαλιά του. Ίσως κάποτε τον τρόμαζε ακόμα κι η σκέψη της πατρότητας, τώρα όμως η πραγματικότητα τον πάγωνε. Η ιδέα ότι δε θα μπορέσει να φέρει στον κόσμο έναν απόγονο απ’ το ίδιο του το αίμα. Σκεφτόταν τη μάνα του και τον πατέρα του, που δεν τους είχε αποκαλύψει ακόμα την αλήθεια. Είδε τον οίκτο και την απογοήτευση στα μάτια τους. Όλες εκείνες οι αναμνήσεις απ’ την παιδική ηλικία με τους γονείς του είχαν βαρύνει τόσο την καρδιά του. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να τις προσφέρει με τη σειρά του. Αυτό που κάποτε τον κράταγε άυπνο τα βράδια απ’ το άγχος, τώρα είχε γίνει ένα απατηλό όνειρο.
Τον πνίξανε οι σκέψεις μέχρι που άκουσε τη φωνή της. Πρέπει να του μίλαγε κάμποση ώρα, ωστόσο δεν είχε ακούσει λέξη. «Πού ήσουν βυθισμένος;» ρώτησε. Εκείνος δείλιασε λίγο, αλλά αποφάσισε να πει την αλήθεια. Μάζεψε όσο κουράγιο είχε και της είπε: «Πριν πούμε οτιδήποτε άλλο, πρέπει να ξέρεις κάτι για εμένα. Δεν μπορώ να κάνω παιδιά». Εκείνη σοβάρεψε κάπως, κάνοντάς τον να νιώσει ότι η γη χάνεται κάτω απ’ τα πόδια του. Οι φόβοι θέριεψαν μπροστά του, αφήνοντάς τον πετρωμένο στη θέση του, με το βλέμμα καρφωμένο στα χείλη της.
Εκείνη έμεινε σιωπηλή για λίγη ώρα, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: «Λοιπόν, αν κεράσεις το επόμενο κρασί θα σου μιλήσω για την υιοθεσία». Του χαμογέλασε και του έπιασε το χέρι. Ίσως, τελικά, να μην ήταν τόσο μισός όσο ένιωθε. Ίσως υπήρχε ακόμα ελπίδα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη