Δε φταίω. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια, σε μια γειτονιά, σε μια κοινωνία που μου έμαθε ότι δε φταίω. Με πήραν απ’ το χέρι και με πήγανε σχολείο για να μου μάθουν τρόπους, αξίες, να μου δώσουν τις βάσεις να χτίσω τα δικά μου πρότυπα. Μου δείξανε το λάθος και το σωστό και μου είπανε να διαλέγω πάντα το δεύτερο. Πριν περάσω την πόρτα του προαυλίου, όμως, στάθηκα και τους κοίταξα να κάνουν το πρώτο. Απόρησα, αλλά νόμιζα ότι έτσι ήτανε το παιχνίδι. Έπρεπε να λέω το σωστό κι όταν δεν κοιτάει κανείς να κάνω το λάθος.
Μάλλον ήθελαν να μου δείξουν ότι τα λόγια είναι πιο σημαντικά απ’ τις πράξεις. Όταν τους ρώτησα αν αυτή είναι η αλήθεια διαφώνησαν, αλλά μετά θυμήθηκα∙ έτσι παίζεται το παιχνίδι.
Για χρόνια άκουγα θεωρίες για όλα. Αμέτρητα λόγια, λέξεις και προτάσεις που στερούνταν κάθε ουσίας. Όλα ήταν τυποποιημένα κι είχαν μια αίσθηση ότι πρέπει να γίνουν απλά για να πούμε ότι τα κάναμε. Όλα είχαν μια αίσθηση πως ήρθαμε για να κάνουμε μια αγγαρεία.
Τους άκουσα να κάνουν λόγο για ισότητα. Μάθαμε όλοι τι σημαίνει αποδοχή. Έμαθα κι εγώ τι σημαίνει. Μετά μας βάλανε τεστ και πήραμε σχεδόν όλοι άριστα. Όμως όταν ήρθε το διάλειμμα, μαζευτήκαμε όλοι οι αριστούχοι να κοροϊδέψουμε τον συμμαθητή μας, επειδή ήταν χαζός ή μάλλον υπερκινητικός… Όχι, όχι, νομίζω ήταν απλά πιο εύσωμος… Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία. Αυτός δεν είχε πάρει άριστα, δεν είχε μάθει καλά ακόμα το μάθημά του.
Οι γονείς μου μού μιλάγανε για σεβασμό. Για το πόσο σημαντικό είναι να προσπαθείς να γίνεσαι καλύτερος και παράλληλα να εκτιμάς τους άλλους, χωρίς να επιχειρείς να τους μοιάσεις. Τους άκουσα με θαυμασμό και μου φάνηκαν τόσο ωραία αυτά που είπαν. Μέχρι τη στιγμή που πήρα βαθμούς. Τότε με κοιτάξανε μέσα στα μάτια και με ρωτήσανε πώς κατάφερα να πάρω χειρότερους βαθμούς απ’ τον Χ και Ψ συμμαθητή μου. Θαρρείς πως απογοητεύτηκαν για εμένα και την προσπάθειά μου. Παρόλο που πήγα καλύτερα απ’ την προηγούμενη φορά.
Είμαι σίγουρος ότι τους άκουσα όλους να καταδικάζουν και την υποκρισία. Μάλλον είχαν τεράστιο υποκριτικό ταλέντο, γιατί η ερμηνεία τους ήταν τόσο ρεαλιστική που για χρόνια ολόκληρα πίστευα ότι μίλαγαν ειλικρινά.
Αλλά ούτε αυτοί έφταιγαν. Θυμάμαι να κρυφακούω τα βράδια που το λέγανε. Το ίδιο ακριβώς λέγανε κι οι φίλοι μου, το ίδιο ακριβώς κι οι δάσκαλοί μου. Έτσι έμαθα να το λέω κι εγώ από πολύ μικρός. Με σταθερή, σίγουρη και χωρίς δισταγμό, φωνή: Δε φταίω. Μέχρι που μεγάλωσα κι έμαθα να το λέω τόσο σίγουρα και σταθερά, που πολλές φορές ακόμα και εγώ με πίστευα. Πόσο περήφανοι θα ήταν όλοι αυτοί, πόσο περήφανοι είμαστε όλοι εμείς.
Μεγαλωμένοι υποκριτές σε έναν κόσμο που σχεδιάστηκε για να κάνουμε ό,τι θέλουμε και να μη φταίμε. Να λέμε ψέματα ο ένας στον άλλον ενώ κοιταζόμαστε στα μάτια γνωρίζοντας την αλήθεια και να μη μας ενοχλεί. Χτίσαμε όλη μας τη ζωή, άλλωστε, πάνω σε αυτό. Κάθε τέτοια περίσταση είναι μια καλή πρόβα για να βελτιώσουμε το επόμενο μεγαλύτερο ψέμα.
Είμαι η μονάδα στους πολλούς που δεν αξίζει τίποτα και δίνεις μια περιουσία για να την αποκτήσεις. Κάποιοι με θαυμάζουν ήδη γι’ αυτό που είμαι, γι’ αυτά που λέω και γι’ αυτά που πουλάω. Δε θυμάμαι καν τι είναι αλήθεια ή ψέματα από όλα αυτά. Θυμάμαι μόνο ότι εγώ δε φταίω.
Εκτός από μερικά βράδια που στέκομαι στον καθρέφτη και κοιτάζω αυτό το είδωλο. Τότε γυρνάω πάλι σε εκείνη τη στιγμή που βρισκόμουν στο προαύλιο και βλέπω το πρόσωπό μου σε εκείνον που υποκριτικά μου έλεγε να κάνω το σωστό. Μπαίνω για μάθημα και βλέπω το ίδιο πρόσωπο στον δάσκαλο που μου έκανε εκείνο το μάθημα. Για να γυρίσω πανικόβλητος σπίτι και να δω το ίδιο πρόσωπο σε εκείνο του πατέρα μου.
Τελικά, είμαι εγώ. Ήμουν πάντα εγώ, που δεν έφταιξα ποτέ μου. Εγώ έμαθα και τους άλλους να μη φταίνε. Ξέρεις κάτι; Θα σου πω ένα μυστικό. Αν έφταιγε κάποιος, ήμουν πάντα εγώ. Μη γίνεις σαν κι εμένα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη