Όλα ξεκινάνε με ένα τηλέφωνο. Ανοίγεις τα μάτια χαμένος ανάμεσα σε κάποιο όνειρο και στο απότομο ξύπνημα. Προσπαθείς να καταλάβεις τι μέρα είναι, τι ώρα κι αν αυτό όντως συμβαίνει ή ακόμα βρίσκεσαι μέσα στο σενάριο κάποιας φανταστικής ιστορίας που έχτισε το υποσυνείδητο. Δε σου παίρνει πολύ για καταλαβαίνεις ότι όλα εξελίσσονται σε πραγματικό χρόνο κι απορείς που κάποιος σε ψάχνει τόσο αργά.
Η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής τρέμει. Ακούς τον φόβο που ντύνει κάθε λέξη και καταλαβαίνεις ότι κάτι δεν πάει καλά. Προσπαθεί να σου πει κάτι, αλλά δεν τολμάει, ή απλά δεν μπορεί να βρει λόγια για να το περιγράψει. Απορείς και τρομάζεις. Ρωτάς με επιφύλαξη να μάθεις τι συμβαίνει. Παίρνεις απαντήσεις γεμάτες διστακτικότητα. Γίνεσαι πιο πιεστικός. Και τότε παίρνεις πίσω την απάντησή σου. Κάποιος έφυγε. Κάποιος έφυγε και δε θα ξαναγυρίσει. Κάποιος έφυγε και δε θα σου ξαναγελάσει. Τα πάντα γύρω σου θολώνουν. Παρακαλάς όλα να ‘ναι μέρος του εφιάλτη που για κάποιο λόγο μοιάζει τόσο ρεαλιστικός.
Η σιωπή επικρατεί. Για μερικά δευτερόλεπτα το μόνο που καταφέρνει να ακουστεί είναι μια κοφτή αναπνοή. Όλα έχουν παγώσει. Το χέρι που κρατάει το κινητό, η ανάσα που με δυσκολία βγαίνει, οι σκέψεις που προσπαθούν να συντονιστούν με τη νέα πραγματικότητα. Αφήνεις το κινητό δίπλα στο κρεβάτι. Ανοίγεις το φως και ψάχνεις ρούχα. Αντιλαμβάνεσαι τι έχει συμβεί και ξεσπάς σε κλάματα. Πού πηγαίνεις, άραγε; Να δεις ποιον και τι; Ίσως να ‘ναι μια φάρσα. Ναι, μια κακόγουστη φάρσα, ένα ηλίθιο αστείο που δε ζυγίστηκε καλά. Όμως δεν είναι, και το ξέρεις.
Όλες οι στιγμές που ζήσατε και περάσατε μαζί τρέχουν μέσα στο μυαλό σου και ξαφνικά συγκρούονται με την πραγματικότητα. Στέκεσαι ανάμεσα σε αναμνήσεις και την ωμή αλήθεια που περνάει από πάνω σου και σε συνθλίβει. Ξεσπάς σε λυγμούς κι ουρλιάζεις. Με μάτια κλαμένα κοιτάς ψηλά και φωνάζεις «γιατί;». Γιατί κάτι τέτοιο, γιατί να συμβεί σε ‘σένα, γιατί να σου πάρει κάποιον που αγαπάς τόσο πολύ. Πέφτεις στα γόνατα και νιώθεις τον πόνο σε κάθε εκατοστό του κορμιού σου. Κάθε χιλιοστό της ύπαρξής σου νεκρώνεται από κάθε δάκρυ ανάμνησης που τριβελίζει το μυαλό σου.
Μετά από λίγο σηκώνεσαι. Δεν ξέρεις τι κάνεις, απλά λειτουργείς μηχανικά. Πρέπει να ντυθείς και να πας κι εσύ με τους άλλους. Να μάθεις τι έγινε και πώς. Τον λόγο που έγινε η αιτία να χάσεις τα πάντα σε ένα τηλεφώνημα. Όχι ότι έχει σημασία τώρα πια. Όχι ότι έχει οτιδήποτε πλέον σημασία. Η πιο μεγάλη ανηφόρα στέκεται μπροστά σου και περιμένει να τη διαβείς, χωρίς καμιά προοπτική, κανένα νόημα, καμιά ελπίδα να σου κάνει συντροφιά.
Είσαι πλέον εκεί που δεν αξίζει σε κανέναν άνθρωπο να βρίσκεται. Αντικρίζεις τη χειρότερη εικόνα απ’ την πρώτη φορά που άνοιξες τα μάτια σου. Η ανάσα κόβεται και τα δάκρυα σε πνίγουν. Νομίζεις ότι θα πεθάνεις. Αδυνατείς να πάρεις μια ολόκληρη ανάσα και δεν μπορείς να ανακόψεις τους λυγμούς. Βλέπεις μπροστά σου αυτόν με τον οποίο ως χθες γέλαγες κι έκανες σχέδια. Δεν κουνιέται, δε μιλάει, δε λέει τίποτα. Γιατί δε λέει τίποτα; Του φωνάζεις να ξυπνήσει, αλλά δεν παίρνεις καμιά απάντηση.
Γυρνάς στην πραγματικότητα και καταρρέεις. Νιώθεις το μυαλό σου να χάνεται και φτάνεις ένα βήμα πριν τον παραλογισμό. Πόσα ήθελες να του πεις ακόμα, πόσα έπρεπε να είχες πει, αλλά ήταν τόσο δεδομένα και διαρκώς τα παρέλειπες. Έπρεπε να τα είχες πει, αλλά δεν ήξερες ότι δε θα υπάρξει άλλη ευκαιρία. Ούτε καν ότι τον αγαπούσες. Ήταν κι αυτό τόσο δεδομένο; Πώς είναι δυνατόν; Tου το φωνάζεις, αλλά πάλι δεν ανταποκρίνεται. Δεν ακούει τίποτα πια. Μισείς τον εαυτό σου και τον κατηγορείς, λες και προκάλεσες εσύ ο ίδιος αυτό που συνέβη.
Σήμερα έχασες ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού σου. Ένα κομμάτι που δεν έμαθε ποτέ πόσο πολύ το αγαπάς, γιατί δείλιασες να του το πεις. Ένα κομμάτι που τσακώθηκες μαζί του και δεν πρόλαβες να ζητήσεις συγγνώμη. Ένα κομμάτι που κράταγε το χαμόγελο και την ελπίδα σου. Τώρα στέκεσαι μόνος, μια σκιά του παλιού σου εαυτού. Ο χρόνος δε γυρίζει πίσω και δεν αναιρεί αυτά που γίνανε. Είχες την ευκαιρία σου, μόνο που τώρα την έχασες. Τίποτα δε γεμίζει το κενό σου.
Ό,τι πιο ολόκληρο έχεις πια είναι απλά μισό.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη