Ήταν ένα συνηθισμένο πρωινό.
Ο καιρός μέτριος, όπως και ο καφές στο μικρό γνωστό μας στέκι.
«Πες κάτι» , μουρμούρισα με μια υφέρπουσα βαρεμάρα, ανίδεη για το τι θα ακολουθούσε.
«Πάρε το ποτήρι με το νερό κοντά σου, και στρίψε ένα τσιγάρο» , μου είπε με ήρεμο και ολίγον τι αυταρχικό ύφος.
Ακολούθησα ησύχως, σαν να ένιωσα πως πλησίαζε μια δυνατή στιγμή.
Όταν η πρώτη στάχτη ακούμπησε το τασάκι, ξεκίνησε να μιλάει.
«Δεν ξέρω τι ακριβώς πρέπει να πω. Δεν ξέρω καν γιατί χρειάζεται να πεις κάτι σε αυτές τις περιπτώσεις. Και πως ξεκινάς; Δακρύβρεχτα και μελό ή μια και έξω και όποιον πάρει ο χάρος.»
Σταμάτησε και ήπιε μια γουλιά νερό.
Επισήμως είχα πανικοβληθεί.
Άρχισα να εκσφενδονίζω ερωτήσεις αγωνίας ,αδιαφορώντας πλήρως για την δύσκολη θέση που προφανώς τον είχα τοποθετήσει.
«Τι έγινε ρε συ Σίμο: Οικογενειακό; Πέθανε κανείς; Είσαι άρρωστος; Μίλα!»
Μια αποτυχημένη προσπάθεια χαμόγελου σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.
«Όλα αυτά μαζί. Μερικοί άλλωστε αρρώστια το θεωρούν. Προτιμούν το παιδί τους αλκοολικό και πρεζόνι παρά ομοφυλόφιλο.»
Για λίγα δευτερόλεπτα θα ορκιζόμουν πως ο κόσμος έτρεξε σε slow motion.
Έκανα μια απόπειρα άρθρωσης φθόγγων. Τσάμπα ο κόπος.
«Άσε με να τα πω. Να στα πω απ’την αρχή. Μην ξεχνάς να παίρνεις καμιά αναπνοή που και που» , είπε περιπαιχτικά κι εγώ ακολούθησα την συμβουλή του.
Ας τα πάρουμε απ’την αρχή λοιπόν.
Ο Σίμος ήταν ένα παιδί που μεγάλωσε σε επαρχιακή πόλη της κεντρικής Ελλάδας.
Οικογένεια μεγάλη, αγροτική και άκρως συντηρητική είχε όλα τα συστατικά για μια επιτυχημένη συνταγή καταπίεσης.
Το σχέδιο απλό.
Σχολείο,πανεπιστήμιο,γάμος και παιδιά με μια καλή κοπέλα. Από σπίτι.
Τα πρώτα δύο, ο Σίμος τα πέρασε με άριστα, στην ώρα του και χωρίς φουρτούνες.
Άλλωστε το σχέδιο συμπεριελάμβανε και ήσυχες κινήσεις, μελετημένες, γκρίζες.
Τα κόκκινα ρούχα έμεναν κλειδωμένα στην ντουλάπα.
Όπως κλειδωμένος έμενε και ο Σίμος, που έπιανε πάντα τον εαυτό του να μην ταιριάζει στο τέλεια πλασμένο αυτό σενάριο.
«Δεν ξέρω πότε ακριβώς το ανακάλυψα..Ίσως και να το ήξερα από πάντα.» μου είπε ζητώντας μου μια τζούρα.
«Κι αν περιμένεις να σου πω πως μικρός φορούσα κρυφά τα τακούνια και τα κραγιόν της μάνας μου, θα σου πω πως από τα εφτά μου γούσταρα τις γραβάτες.»
Τις σιχαίνονταν ο Σίμος τις καρικατούρες.
Αν η φωνή σου δεν έχει μπασάρει και έχει λεπτή γυναικεία χροιά, είσαι gay.
Το ίδιο και αν το πουκάμισό σου είναι ροζ ή μπορείς με ευκολία να ξεχωρίσεις το βεραμάν από το τιρκουάζ.
Αν από την άλλη τα ρούχα σου πάνε από το μαύρο στο καφέ και σε μεγάλα κέφια φτάνουν το γκρι, αν ακούς Καρρά ή Μetallica και περπατάς με ανοιχτά πόδια είσαι σίγουρα straight και μάλιστα βαρβάτος.
«Βαρέθηκα ρε συ Γιοβάννα» .
Το παράπονό του είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε μάτια υγρά.
«Βαρέθηκα και σιχάθηκα την υποκρισία του κόσμου. Τις ταμπέλες του κώλου που σου βγάζουν όνομα ετσιθελικά χωρίς κανέναν ενδοιασμό.»
«Τρεις χιλιάδες. Ακούς; Τρεις χιλιάδες άνθρωποι τον χρόνο αυτοκτονούν γιατί δεν άντεξαν τον ρατσισμό και την περιθωριοποίηση. Τρεις χιλιάδες άνθρωποι που αρνήθηκαν την ζωή γιατί εκείνη πρώτη τους χλεύασε κατάμουτρα.»
Με έπιασε να τον κοιτάζω με αγωνία.
«Ναι το σκέφτηκα. Χάπια ξυράφια, μέχρι και να φουντάρω από τον τρίτο. Το μυαλό παίζει περίεργα παιχνίδια όταν νιώθεις μόνος. Μη αποδεκτός.
Και μιλάμε για ουσιαστική μοναξιά. Πόσα βράδια πέρασα να ντρέπομαι, να σιχαίνομαι τον εαυτό μου που δεν ήμουν «κανονικός».
Που δεν ανήκω με τους άλλους, τους «νόμιμους».
Γιατί εγώ δεν έχω δικαίωμα να αγαπάω και να το δείχνω. Ενοχικά μονάχα ίσως μπορώ να το διαφυλάξω πίσω από κλειστές πόρτες.
Δε δικαιούμαι να κρατάω το χέρι του στον δρόμο και να του φωνάζω μεθυσμένος πόσο πολύ τον γουστάρω.
Να τον φιλάω και να μην ντρέπομαι, να μην νιώθω τα βλέμματα μαχαίρια στην πλάτη μου.
Να ανασαίνω κανονικά και να περπατάω περήφανος γιατί τον άντρα δεν τον κάνουν τα κρεβάτια του.
Γιατί πούστης είσαι όταν είσαι δειλός και ψεύτικος κατίνα και δήθεν.
Όταν δεν ξέρεις να συγχωρείς ή να καταλαβαίνεις και στήνεις στον τοίχο επειδή έτσι σου μάθανε δυο τρεις τραμπούκοι ρατσιστές της ιστορίας.
Όταν δεν έχεις τα κότσια να στηρίξεις την επιλογή σου, να υψώσεις φωνή και να πεις σε όλους εκείνους που σε προτιμούν αφανισμένο, πως είσαι ίσος ή και καλύτερος γιατί τόλμησες να αποφασίσεις.
Και οι αποφάσεις θέλουν δύναμη και μεγαλείο ψυχής, γιατί μαζί με αυτές δοκιμάζεται όλη σου η ύπαρξη.
Κι όσοι είναι να φύγουν, θα φύγουν και θα προσπεράσουν.
Ίσως να πρέπει να τους πεις κι ένα ευχαριστώ που σε γλύτωσαν από επενδύσεις σε σχέσεις βιτρίνα χωρίς καμία ουσία. Γιατί αυτός που γουστάρει να είναι δίπλα σου, θα σε αποδεχτεί, θα σου ανοίξει μια αγκαλιά και θα σου πει εννοώντας την κάθε λέξη πως δεν πειράζει γιατί αυτό είσαι.
Γιατί τελικά, ερωτεύεσαι άνθρωπο και όχι φύλο.
Ερωτεύεσαι μάτια και μαλλιά και μυρωδιά αγουροξυπνημένου σώματος.
Γουστάρεις βλέμματα, καυλώνεις με αγγίγματα και αναπνοές που τίποτα κανονικό δεν έχουν.
«Άλλωστε τι είναι τελικά αυτό το κανονικό που κυνηγάμε όλοι σαν ψυχάκια;»
Σηκώθηκα, βουρκωμένη και του έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο
«Δεν υπάρχει κανονικό φίλε μου. Μόνο συνηθισμένο»..