Λένε πως όλοι οι άνθρωποι κρύβουν μέσα τους έναν ψυχολόγο που περιμένει υπομονετικά να βγει στην επιφάνεια όταν το θελήσει η κατάλληλη στιγμή. Κι όταν αυτή η στιγμή έρθει, μαζί με τον κατάλληλο άνθρωπο και το απαραίτητο πρόβλημα, τότε ό,τι γνώση και θεωρία περί ψυχολογίας υπάρχει στο χρονοντούλαπο, βγάζει πόδι έξω κι αφήνεται να χρησιμοποιηθεί.
Κι αν το καλοσκεφτείς, το να σε βλέπει ένας άνθρωπος σαν τον ψυχολόγο του, σου δίνει αυτόματα ένα κύρος, μια δύναμη υπεροχής, γιατί ουσιαστικά είναι σαν να σου δηλώνει ότι εμπιστεύεται τη δική σου αντίληψη της πραγματικότητας πολύ περισσότερο απ’ τη δική του. Σου ανοίγει τα χαρτιά, την καρδιά ή όπως αλλιώς θες πες το και περιμένει από σένα να του βρεις την άκρη του νήματος σαν μια άλλη Αριάδνη.
Κάπου εδώ να κάνουμε ένα σύντομο διάλειμμα για διαφημίσεις και να πούμε ότι η παραπάνω θεωρία, είναι αυτό ακριβώς. Μια θεωρία, που όπως κι όλες οι άλλες του είδους της, γενικεύουν και κατηγοριοποιούν καταστάσεις που καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, λίγο ή πολύ όλοι διαθέτουμε κάποια ψήγματα αυτογνωσίας και παράλληλα κάποια άλλα, όχι και τόσο μικρά, εγωισμού, που σημαίνει ότι καλώς ή κακώς δεν αποδεχόμαστε εύκολα κάποιον άλλον ως ψυχολογική ευφυΐα.
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Σημαίνει πως όλες οι μεγάλες αποκαλύψεις που έγιναν ποτέ ανάμεσα σε παρέες, ξενύχτια, ξίδια, μύδια και τα συναφή, δεν ήταν απαραίτητα επειδή κάποιος ήξερε να παίζει καλά τον ψυχολόγο.
Υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα, όλος αυτός ο χείμαρρος συναισθημάτων που όλοι έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι και νιώθαμε σημαντικοί που μας αποκαλύφθηκε, να μην είχε απολύτως καμία σχέση με μας. Να το κάνω πιο λιανά;
Όταν ο άνθρωπος θέλει αν μιλήσει, το έχει πραγματικά ανάγκη για να βγάλει κάποια πράγματα από μέσα του, θα το κάνει ακόμα κι αν έχει μπροστά του τον χειρότερο ακροατή. Δεν είναι κανένας μας ψυχολόγος κι ευτυχώς γι’ αυτό γιατί θα μένανε οι άνθρωποι χωρίς δουλειά, οπότε όσο ψυχαναλυτικοί κι ενορατικοί κι αν δείχνουμε, το κυριότερο στοιχείο για να σου μιλήσει κάποιος είναι πάντα η δική του επιθυμία για να βγάλει προς τα έξω κάποια πράγματα.
Τώρα το γιατί, είναι μια άλλη ιστορία. Συνήθως όταν προβαίνεις σε σημαντικές αποκαλύψεις για τη ζωή ή τον εαυτό σου, ξεκινάς από έναν και καταλήγεις να τα λες σε πέντε- έξι.
Γιατί αυτό; Γιατί δε θέλεις απλά μια γνώμη, δε θέλεις απλά τον φίλο-ψυχολόγο που θα κάτσει και θα σε ακούσει γιατί είναι γαμάτος και ψαγμένος, θέλεις την πολυφωνία. Θέλεις να ακούσεις όσες απόψεις μπορείς, για να δεις πουύσυγκλίνουν με τη δική σου, θέλεις να τεστάρεις αντιδράσεις, τις πρώτες κυρίως, όταν η συζήτηση με το πρώτο άτομο που επέλεξες να μιλήσεις, έχει πια λίγο παλιώσει.
Ζητάς να είσαι το κέντρο της προσοχής, έχεις τόση ανάγκη να μοιραστείς αυτό που νιώθεις, που δεν έχει καμία σημασία, ή έστω έχει ελάχιστη, το ποιος κάθεται απέναντι κι ακούει. Το θέμα είναι να υπάρχει κάποιος.
Προφανώς και δεν προσπαθώ να μηδενίσω οποιαδήποτε εξομολόγηση έχει γίνει ποτέ στην ιστορία ούτε πάνω να πω ότι δεν έχει καμία σημασία το πού επιλέγεις ίσως να μιλήσεις αρχικά. Αυτό που θέλω να πω, είναι ότι εννιά στις δέκα, αυτό το «αρχικά», δε σου φτάνει και θέλεις κι άλλο άτομο, με άλλη γνώμη και καινούριες ολόφρεσκες αντιδράσεις.
Κι αυτό δεν είναι ούτε παράλογο ούτε μεμπτό, είναι μια φυσιολογική εγωιστική αντίδραση που κυκλοφορεί ανά τον πλανήτη και μοιράζεται το ίδιο επίπεδο εγωισμού με εκείνον που θεωρεί τον εαυτό του ή θεωρείται από κάποιον, ψυχολόγος. Όχι πάντα άδικα, παρ’ όλα αυτά.
Το θέμα πάντα ήταν είναι και θα είναι να μοιράζονται οι άνθρωποι τις ζωές τους και τις απόψεις τους, ανεξάρτητα απ’ τον ποιο ρόλο θα επιλέξει να παίξει ο καθένας. Άλλωστε αυτά που μας τρώνε, είναι πάντα αυτά που αφήσαμε να κατοικούν μέσα μας, παραπάνω απ’ όσο τους άξιζε.
Ψυχολόγος ή όχι, αν είσαι εκεί για να μοιραστείς, σίγουρα θα έχεις βοηθήσει. Τους άλλους πρώτα και μετά τον εαυτό σου. Κι αυτό είναι το καλύτερο δώρο.
Επιμέλεια Κειμένου Γιοβάννας Κοντονικολάου: Πωλίνα Πανέρη