Προχθές το βράδυ όπως γύριζα σπίτι την καθιερωμένη μου ώρα, ακολουθώντας την καθιερωμένη μου ρουτίνα (ταξί από την Καμάρα, τσακωμός με τον ταξιτζή για το από πού να πάει-ψώνια για βραδινό από το διπλανό μας σούπερ), για κακή μου τύχη βρέθηκα οχτώ το βράδυ πίσω από ένα σκουπιδιάρικο και μαζί με μένα κι άλλοι δέκα-δεκαπέντε δύσμοιροι που φαντάζομαι βιάζονταν εξίσου να χωθούν στις πιτζαμούλες τους.

Άραξα λοιπόν κι εγώ πίσω στο κάθισμά μου, ξεφύσησα χωρίς όρεξη για το πεντάευρο που θα μου έφευγε κι έμεινα να κοιτάω από το παράθυρο τη μουντή, μα πανέμορφη βραδινή Θεσσαλονίκη. Κάπου στην Κασσάνδρου ήμασταν όταν το ραδιόφωνο ξεκίνησε να παίζει μια καταπληκτική διασκευή από Χατζιδάκι, που είχε τροποποιήσει κάποιο ισπανικό μουσικό συγκρότημα. Όσο κι αν έψαξα αργότερα, δεν τη βρήκα κι αλήθεια ήθελα πολύ (αν κάποιος ξέρει, ας μου πει). Ήθελα πολύ να το βρω γιατί, θες λίγο η κούραση, θες η θέση μου που με ανάγκαζε να παρατηρήσω για να περάσει η ώρα, δεν ξέρω τι απ’ όλα, μα μαζί με τη μουσική, ξύπνησαν μέσα μου μια έμπνευση, μια περιέργεια για τον κόσμο γύρω μου που είχα καιρό να νιώσω. Είχα καιρό να τη νιώσω, έπρεπε να την κρατήσω.

Σήκωσα το βλέμμα μου στα σπίτια δεξιά κι αριστερά μου. Ένας άντρας με φανελάκι και μακριά πιτζάμα γύρω στα εξήντα, στεκόταν στην άκρη από το κάγκελο και κάπνιζε -φαινόταν κάπως λυπημένος- μα μπορεί να έφταιγε και η σκιά που έπεφτε στο πρόσωπό του από το φως. Ακριβώς απέναντι, μια φοιτήτρια άπλωνε ρούχα και μιλούσε στο κινητό, ζωηρή κι εύθυμη -μάλλον κάτι είχε πάει καλά το προηγούμενο βράδυ. Πιο δίπλα, ένας πανέμορφος λευκός σκύλος άραζε με τα πόδια του έξω από το μπαλκόνι, βασιλικά θα έλεγε κανείς, εποπτεύοντας όποιον κι ό,τι κινούνταν εντός του πεδίου του. Φύλακας, προστάτης.

Προχώρησε το ταξί, το τραγούδι ίσως τελείωσε, μα εμένα η μελωδία του είχε κολλήσει στ’αυτιά μου σαν η πόλη να είχε βρει τη μουσική που της άρμοζε για την περίσταση, σαν ο σκηνοθέτης να είχε διαλέξει το κατάλληλο τραγούδι για τη σκηνή του. Οπότε ξανασήκωσα το κεφάλι μου και είδα τόσα, που αν και οικεία στα μάτια μας, μπορούν έτσι απλά να μας συγκινήσουν. Είδα δυο λευκές κουρτίνες να αιωρούνται σαν να χορεύουν στον αέρα, είδα φως στις κουζίνες και υπέθεσα τις υπέροχες μυρωδιές που γεννιόνταν στις κατσαρόλες, είδα σκοτάδι και τη λάμψη της τηλεόρασης που μου έφερε ξαφνικά μια μελαγχολία, μια λύπη.

Είδα ψήγματα από πολλές διαφορετικές ζωές σε διπλανά κι απέναντι μπαλκόνια, σαν μια πανέμορφη χρωματιστή μικρογραφία της ζωής χωμένη στην Κασσάνδρου. Δεν ξέρω γιατί, αλήθεια, μπορεί να με πεις και τρελή, μα συγκινήθηκα. Συγκινήθηκα με την απλότητα της ζωής, με την καθημερινότητα, με τα τετράγωνα αυτά κουτιά που κλείσαμε μέσα τους όλα μας τα θέλω και τα όνειρα κι έγιναν τα σπίτια μας, τα καταφύγιά μας. Και δίπλα, με ακριβώς έναν τοίχο διαφορά, μπορεί εσύ να γελάς κι ο άλλος να κλαίει, εσύ να ξυπνάς κι ο άλλος να πέφτει μόλις για ύπνο. Να έχετε παράλληλες ζωές κι αν τύχει πού και πού να συναντηθείτε στα μπαλκόνια, μπορεί να γνέψετε μια καλημέρα ή να κάνετε πως δε συναντηθήκατε ποτέ. Περίεργη η πόλη, μοναχική.

Έχεις κοντά σου τόσους ανθρώπους, σας χωρίζουν λίγα μόνο τετραγωνικά, μα τελικά πάλι θα καταφέρεις να νιώσεις μόνος κι ας ακουμπούν τα ρούχα σου το ίδιο σκοινί με τα ρούχα του διπλανού. Μπορεί να καπνίζετε τα ίδια τσιγάρα, να σας αρέσουν τα ίδια φαγητά, να βλέπετε την ίδια θέα από το παράθυρό σας κάθε πρωί, μα και πάλι οι δρόμοι σας να μη συναντηθούν ποτέ. Να μείνετε δυο άγνωστοι που όμως, ζουν με τον ίδιο τρόπο. Παράλληλες ζωές σε απέναντι μπαλκόνια. Αυτή είναι η ζωή στην πόλη. Δεν ξέρω αν με φοβίζει ή όχι, ίσως είμαι μικρή ακόμα για να το αποφασίσω.

Να, κοίτα να δεις, έφτασα κιόλας σπίτι. Ραντεβού αύριο πάλι. Θα είμαι στο ταξί, θα είσαι στο μπαλκόνι. Κι ίσως τότε πούμε γεια.

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου