Χτες το βράδυ, απολαμβάνοντας την Πασχαλινή ησυχία της πόλης, κάθομαι μ’ενα ποτηράκι κρασί στον υπολογιστή και χαζεύω επί ώρα μια κενή σελίδα word απέναντί μου.
Έμπνευση απούσα και ανύπαρκτη, ενώ παράλληλα να προσπαθώ να βάλω τους συνειρμούς μου, σε φυσιολογική τροχιά.
Με επαναφέρει απότομα στην πραγματικότητα, το χτύπημα του τηλεφώνου.
Ήταν η μάνα μου κι εγώ δεν είχα καμία απολύτως διάθεση να το παίξω ευγενική και τρυφερή κόρη.
Πριν προλάβω καλά καλά ν’απαντήσω, ακούω την είδηση – βόμβα.
«Γιοβάννα, η Ελπίδα.. Η Ελπίδα, πέθανε χτες το βράδυ.»
Η Ελπίδα ήταν μια γυναίκα που είχα γνωρίσει, μια απο εκείνες τις φορές που η μάνα μου δεν είχε που να με παρκάρει και με έσερνε στο ψυχιατρείο μαζί της.
Εκείνη δούλευε κι εγώ σεργιάνιζα στους διαδρόμους, φλερτάροντας με την τρέλα και την όμορφη παραξενιά.
Ψυχάκι από τότε, δεν με ενόχλησε ποτέ το κλίμα που επικρατούσε.
Έβρισκα απίστευτα γοητευτικό το πώς εκεί μέσα, είχες το δικαίωμα να εκφράσεις την κάθε σκοτεινή σου σκέψη, την κάθε ενδόμυχη μικρή καταστροφή που σε διέπει, χωρίς να χρειάζεται να κρύβεσαι πίσω από την κουρτίνα της λογικής. Και το κυρίοτερο, χωρίς να πρέπει ν’απολογηθείς.
Περπατούσα λοιπόν ανάμεσα στους γκρίζους ξεβαμμένους τοίχους και μετρούσα τις κλειστές πόρτες που συναντούσα μπροστά μου, πλάθοντας ιστορίες στο μυαλό μου, για το τι μπορεί να οδήγησε τον καθένα τους εκεί. Για το τι έκρυβαν στο μυαλό τους.
Όταν γνώρισα την Ελπίδα, ήμουν δεν ήμουν δέκα.
Καθισμένη σχεδόν μόνιμα, στο παγκάκι της αυλής.
Κοντούλα και γεροδεμένη, όχι πολύ αδύνατη μα καλοστεκούμενη.
Όμορφη με μακρυά μαύρα μαλλιά και σκούρα θλιμμένα μάτια.
Ηλικία απροσδιόριστη, που υπολόγισα βιαστικά και αυθαίρετα, γύρω στα σαράντα πέντε.
Φιγούρα ήρεμη και γαλήνια, σχήμα οξύμωρο για το μέρος που λαμβάνει χώρα η ιστορία μας.
Σιγοτραγουδούσε έναν παλιό ελληνικό σκοπό και κοιτούσε γύρω της με μάτια παιδικά, ρουφώντας κάθε μικρή και μεγάλη λεπτομέρεια, λες και η αυλή αυτή ήταν ο προσωπικός της παράδεισος.
Πλησίασα δειλά, παρόλο που οι αυστηρές εντολές της μητέρας, διέταζαν απόσταση τριών τουλάχιστον μέτρων από κάθε ασθενή.
Δεν φαινόταν επικίνδυνη και προφανώς δεν ήταν για να την αφήνουν να βολτάρει, σκέφτηκα και την καλημέρισα με την τσιριχτή γεμάτη περιέργεια φωνή μου.
Μου ανταπέδωσε ένα πλατύ ζεστό χαμόγελο και με προσκάλεσε να καθίσω δίπλα της, για να τραγουδήσουμε παρέα.
«Κι εσύ τρελή είσαι;», την ρώτησα με γνήσιο παιδικό θράσος και συνέχισα ανενόχλητη την ανάκρισή μου.
«Από τι τρελάθηκες;» συνέχισα ακόμα πιο αδίστακτα.
Μα εκείνη μου χαμογέλασε γλυκά, έγειρε προς το μέρος μου και μου αποκάλυψε το μεγάλο της μυστικό.
«Από έρωτα μικρή μου».
Ο τόνος της σταθερός ,ήρεμος, συνειδητοποιημένος, δε θύμιζε σε τίποτα τις κραυγές παραφροσύνης που έβγαιναν από τις κλειστές πόρτες του κτιρίου.
«Γίνεται να τρελαθείς από έρωτα;»
Με κοίταξε σαν να ήταν έτοιμη να μου μεταδώσει το μεγαλύτερο απόσταγμα ζωής.
«Μα κι ο έρωτας κοριτσάκι μου, μια μεγάλη τρέλα είναι.
Χτυπάει η καρδούλα σου δυνατά και άρρυθμα και λες πως θα βγει από μέσα σου.
Οι αναπνοές είναι κοφτές και σύντομες, χωρίς αυτόν, σχεδόν ανύπαρκτες.
Σε αλλάζει ο έρωτας, αν είναι αληθινός.
Σε ταρακουνάει ολόκληρο και δεν σου αφήνει περιθώρια για σκέψεις.
Σου δίνει μια με το πόδι, κι εσύ μένεις να πέφτεις απ’τον γκρεμό περήφανη και ευτυχισμένη.
Μικρός θεός, γιατρός και θάνατος, σε ανασταίνει και σου παίρνει την ζωή όποτε του κάνει κέφι.»
«Μα καλά, ερωτεύονται οι τρελοί;», συνέχιζα απτόητη.
«Μόνο αυτοί ερωτεύονται.
Έχεις ακούσει ποτέ να περπατάει χέρι-χέρι, η αγάπη με τη λογική;
Πάρε και υπολόγισε.
Η ευτυχία, η χαρά, το πάθος ακόμα και η μίζερη στεναχώρια, γυρνούν επιδεικτικά την πλάτη στην σωφροσύνη.
Δεν την γουστάρουν την υποκρισία του κανονικού, αυτού που θα εγκρίνει η γειτονιά.»
Έμεινα να την κοιτάω χαμένη, νιώθοντας πως δεν έπαιρνα απάντηση στις ερωτήσεις μου.
Δεν καταλάβαινα, μα ήθελα, ήθελα σαν διψασμένη, να μάθω κι άλλα.
«Να σου πω ένα μυστικό;»
Έγνευσα με ηδονή και δάγκωσα τα χείλη μου να ακούσω.
«Μακρυά από τους κανονικούς, τους λογικούς ανθρώπους.
Γιατί κι εμένα στην ζωή μου, πιο πολύ, οι άνθρωποι κανονικοί με έχουν πληγώσει.
Αυτοί δεν ξέρουν.
Βλέπεις τα σχολικά βιβλία και οι εξισώσεις δε σου μαθαίνουν να ζεις με μάτια και καρδιά ορθάνοιχτα, να αιμορραγούν έξαψη και πάθος.
Δεν σου μαθαίνουν να κυνηγάς το άπιαστο και να πιστεύεις ότι θα το φτάσεις .
Δεν ξέρουν οι λογικοί να ξεκλειδώνουν καρδιές και να ομορφαίνουν τον κόσμο.
Οι τρελοί και οι απελπισμένοι, γίνονται οι πιο παθιασμένοι επαναστάτες.»
Μου έσκασε ένα τελευταίο χαμόγελο και δεν μιλήσαμε άλλο.
Την επισκέφτηκα δυο τρεις φορές ακόμα , μα δεν είχε άλλες λέξεις να μου διδάξει.
Καθόμασταν και τραγουδούσαμε, για έρωτα και επανάσταση.
Αργότερα έμαθα τον πραγματικό λόγο που ήταν εκεί μέσα.
Μα δεν θα σας τον πω, γιατί κι εμένα λίγο με νοιάζει.
Κι αν ποτέ κανείς με ρωτήσει, θα του πω ότι από έρωτα τρελάθηκε.
Μα πριν το μυαλό σκοτεινιάσει για πάντα, τον έζησε.
Παράλογα και αυτοκαταστροφικά, όπως αξίζει να ζεις έναν μεγάλο έρωτα.