Έλα σου λέω. Μόνο έτσι αξίζει. Μόνο έτσι μπορεί ο κόσμος να απαλλαγεί από την ενέργεια που σπαταλά για να σπέρνει και να θερίζει μίσος. Γι’ αυτό σου λέω, έλα. Έλα, εμείς να κάνουμε την αρχή. Εμείς, εγώ κι εσύ, να γεννήσουμε έρωτα απ’τον πόλεμο.

Έλα σου λέω. Όλα στη ζωή, αυτόν τον αφηρημένο διάολο που ποτέ δεν κατάλαβα τι σημαίνει, προέκυψαν από πάθος. Κάτι δυνατό, έτσι, το ίδιο αφηρημένο, που κατάφερε να λυγίσει τις αντιστάσεις, να γεννήσει ενέργεια, να πει μια ιστορία.

Κι οι ιστορίες που γράφτηκαν για το πάθος, έμειναν ανεξίτηλες, ίδιες στο χρόνο, να θυμίζουν πως όταν δυο σώματα πλησιάζουν, δημιουργείται μια αρχή. Γι’ αυτό σου λέω, ας κάνουμε έρωτα όπως οι άλλοι κάνουν πόλεμο. Να μπούμε κι εμείς σε μια μικρή γωνία της ιστορίας επειδή αντί για μίσος, θερίσαμε αρχές.

Έλα να σε ακουμπήσω, λίγο, διστακτικά, με την άκρη του πιο μικρού κι ανεπαίσθητου σημείου μου, να του δώσω τη δυνατότητα να είναι κι αυτό σημαντικό σε μια στιγμή μικρής αιωνιότητας. Έλα να σε σφίξω πάνω μου, να δεθούν οι επιδερμίδες, όπως κάνει το βούτυρο σιγά-σιγά με τη ζάχαρη σαν τα τυλίγει η φωτιά.

Πάρε σπίρτο, φέρνω ξύλα. Έλα. Εγώ κι εσύ, Κάπως έτσι ξεκινάνε όλα. Με μια επιλογή. Θα πεις, εγώ διαλέγω εσένα. Πρόσεξε! Είναι σημαντικό. Είμαι εγώ που διαλέγω εσένα. Το σώμα σου, τα μάτια σου, τα δάχτυλά σου, το σημάδι που έχεις κρυμμένο χαμηλά στην κοιλιά σου. Σε διαλέγω, συνειδητά κι απόλυτα για να είσαι η αρχή μου.

Έλα γιατί ο κόσμος ξεχνάει, στέρεψε πια. Δε θα μιλήσουμε, οι λέξεις άλλωστε μόνο προβλήματα δημιουργούν. Δεν τις χρειαζόμαστε. Έχεις εσύ το σώμα σου κι εγώ το δικό μου. Ο άνθρωπος δημιούργησε τα όπλα, ο άνθρωπος και το φιλί. Κι εγώ επιλέγω σήμερα να γεννηθώ κι όχι να πεθάνω.

Κι αν είναι να σταματήσει η καρδιά, ας είναι από ευτυχία, ας είναι αγκαλιά κι όχι απέναντι. Ας είναι γυμνή κι όχι ντυμένη με αλεξίσφαιρα. Κι αν είναι να χτυπήσει γρήγορα, ας με ξεκάνει, ας βαρέσει διακόσιους σφυγμούς το λεπτό. Δε θα φοβάμαι γιατί θα ξέρω. Θα ξέρω πως αν τώρα πεθάνω μες τα χέρια σου, θα είναι η πιο όμορφη τελευταία αναπνοή.

Έλα. Έλα να σταματήσουμε το φόβο. Μπορεί να φαίνεται μικρό μπροστά στη δύναμη του πολέμου, μα αν το σκεφτείς, όλοι οι πόλεμοι έγιναν για κάποια αγάπη. Για κάποιον έρωτα που ήμασταν πολύ μικροί για να αντιληφθούμε πως αν δεν απευθύνεται σε άνθρωπο, σε καρδιά ζωντανή και κόκκινη, δεν έχει υπόσταση καμία. Όσο και ν’ αγαπάς το χρήμα, το θεό σου, το χώμα και τις γραμμές που χωρίζουν τις χώρες, όσο και ν’αγαπάς τις ιδέες, τους νόμους, δε θα σ’αγαπήσουν ποτέ εκείνα πίσω. Δε θα ακούσεις την ανάσα τους, δε θα μυρίσεις το δέρμα τους, δε θα ξέρεις πώς τρέμουν πώς κοιμούνται, πώς ανάβουνε τσιγάρο. Δε θα μάθεις ποτέ πώς κινούνται τα χείλη τους όταν λένε σ’αγαπώ.

Κι αν μας πούνε τρελούς ή απελπισμένους, γέλα. Γέλα δυνατά με την ψυχή σου γιατί εμείς θα ξέρουμε. Θα ξέρουμε πως δεν αξίζει να πεθαίνεις, αν δε βρεις κάτι για το οποίο αξίζει να ζεις.

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου