Ανοίγεις το στόμα σου λοιπόν.

Μα δε σε ακούω.

Και κάπου μέσα μου είμαι σίγουρη ότι ούτε εσύ ο ίδιος μπορείς να ακούσεις τον εαυτό σου.

Στα αυτιά μου φτάνει μόνο ένας θόρυβος, κάτι σαν βόμβος που σχηματίζει μια ακολουθία λέξεων.

Λέξεων περιττών, βαρύγδουπων, που θυμίζουν λόγο πολιτικού σε προεκλογική εκστρατεία.

Πολλά υποσχόμενων, από εκείνες που σε συγκινούν και σε κάνουν να ελπίζεις σε κάτι μεγαλύτερο, σπουδαιότερο από σένα και τις δικές σου δυνάμεις.

Μα τα λόγια ήταν πάντα η πηγή των παρεξηγήσεων. Κι αυτό γιατί ρέουν τόσο αβίαστα χωρίς ποτέ να ακολουθεί μια στοιχειώδης αντίληψη της ευθύνης που φέρουν.

Κι εσύ λες πολλά και κάνεις τόσο λίγα. Λες κι αν τουλάχιστον καταφέρεις να πεις αυτά που δε θα κάνεις ποτέ, θα φύγει από πάνω σου το αίσθημα του ανικανοποίητου.

Μακάρι να ήσουν μόνο εσύ όμως.

Είμαι κι εγώ και ο δίπλα και ο πιο κει και τόσοι άλλοι.

Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι πάντα ψέματα. Εκείνη τη στιγμή, υπάρχει η ψυχαναγκαστική αισιοδοξία πως όντως θα γίνουν πράξη όλες αυτές οι μεγαλεπίβολες δηλώσεις, πως όντως θα μπορέσεις αυτή τη φορά να υπερβείς τα δεδομένα σου.

Είναι φόβος. Λες πολλά, ελπίζοντας να καταφέρεις να συνεχίσεις τα θέλω σου, με τα μπορώ σου.

Μα αν δεν έχεις κάτι για να πεις, γιατί να ενοχλείς τις λέξεις;

Γιατί τις καταχράζεσαι έτσι σα να ήταν το δικό σου προσωπικό παιχνίδι;

Γιατί λες αγαπάω ενώ εννοείς συμπαθώ; Πονάω ενώ εννοείς συμπάσχω, προχωράω ενώ απλά περπατάς;

Γιατί ευτελίζεις έτσι κάθε μορφής υπερθετικό βαθμό;

Κι αν όντως θέλεις να κάνεις όλα αυτά τα μεγάλα και υπέροχα, γιατί σπαταλάς το χρόνο σου και τον δικό μου, με το να τα σχεδιάζεις με την κάθε λεπτομέρεια;

Λες κι αν βρεις την τελειότερη λέξη, την πιο κατάλληλη, θα αποκτήσει άλλο νόημα η πράξη.

Κάπου εκεί, ανάμεσα στις τόσες λέξεις γεννιέται η αμφιβολία και πάει να σταθεί δίπλα στην καχυποψία.

Τα λόγια γίνονται ρουκέτες που πέφτουν κούφιες στο έδαφος, σχηματίζοντας μια μεγάλη τρύπα, ένα κενό, ανάμεσα στο θέλω και στο κάνω.

Αρχίζουν τότε οι μεγάλοι κριτές να κρίνουν τι πήγε λάθος και ο κατηγορούμενος δεν ακολούθησε τα πολλά υποσχόμενα λεγόμενά του.

Μπαίνει η ταμπέλα του λίγου και του ψεύτη, τη βάζουμε μόνοι μας στον εαυτό μας κι αυτοτιμωρούμαστε, γιατί πονάει λιγότερο απ’ το να σε αδειάζουν οι άλλοι.

Αφήνεις τα πολλά στην άκρη κι αποφασίζεις να ζητάς και να ονειρεύεσαι τα λίγα. Τα βατά, αυτά που δεν σε τσακίζουν αν μείνουν στον αέρα.

Μα εγώ θα σου πω να πάρεις το μεγάλο καλάθι κι ας φοβάσαι πως θα γυρίσεις με τα λίγα. Αν πάρεις το μικρό και πολλά να σου έρθουν, δε θα έχεις που να τα βάλεις.

Κάνε εσύ χώρο λοιπόν και την επόμενη φορά που θα πας να πεις μια λέξη περιττή, εγώ θα σου κλείσω το στόμα με ένα φιλί.

Και τότε θα δεις, πως το δικό μας το καλάθι, θα έχει ήδη γεμίσει.

 

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου