Εκείνη ήταν αυτό που λέμε το απόλυτο χάος.
Κυκλοθυμική και πεισματάρα, έκανε τρία βήματα μπροστά κι άλλα δυο στο πλάι.
Ασταθής και υπερβολική, μια ζωντανή, κινούμενη πηγή εντάσεων και προβλημάτων. Τραβούσε πάνω της την προσοχή, ζούσε λες και την κυνηγούσε διαρκώς μια κινηματογραφική κάμερα.
Σουρεάλ προσωπικότητα, ασυμβίβαστη, άγρια.
Από την άλλη, επικρατούσε η ηρεμία της φύσης. Αν ήταν χάπι, θα ήταν βαλεριάνα χωρίς καμία αμφιβολία.
Έξυπνος, τακτικός και οργανωμένος, με την λέξη «παρόρμηση» πλήρως απούσα από τη ζωή και την καθημερινότητά του. Και ήταν έτσι, κολλαριστός και σιδερωμένος, από τότε που θυμάται τον εαυτό του.
Από το σχολείο ακόμα, εκεί και όπου τη γνώρισε.
Κολλήσανε γιατί βρίσκονταν στην ίδια φάση, βλέπεις τότε κι εκείνη υιοθετούσε τις χρυσές ατάκες του Κατακουζηνού, ησυχία, τάξη και ασφάλεια.
Κάπου εδώ πρέπει να σας πω πως αν περιμένετε να διαβάσετε μια ρομαντική παθιασμένη ιστορία έρωτα που υμνεί την διαφορετικότητα και φέρνει πυροτεχνήματα στη σχέση, αφήστε το καλύτερα θα απογοητευτείτε.
Σήμερα θα μιλήσουμε για τις χρυσές φιλίες του σχολείου.
Μια τέτοια φιλία λοιπόν μετρούσε εφτά χρόνια ανάμεσα και στην πρωταγωνίστριά μας με το εν λόγω παλικάρι. Ας του δώσουμε το προσωνύμιο «Μ», χωρίς πολλές επεξηγήσεις για το που παραπέμπει το συγκεκριμένο αρχικό γράμμα.
Τον εμπιστευόταν με τη ζωή της, τον αγαπούσε σαν αδερφό της και πίστευε ειλικρινά πως η σχέση τους δε θα είναι αυτό που λέμε «έλα να γίνουμε φίλοι που θα ξεχάσουν ο ένας το όνομα του άλλου με το που πατήσουν το πόδι τους στο πανεπιστήμιο».
Τα είχαν όλα. Αξημέρωτα βράδια με μπύρες και φιλοσοφικές συζητήσεις, βόλτες και κλεμμένα μισάωρα αποσυμφόρησης, καλοκαίρια και χειμώνες, ουσία.
Και μετά συνέβη η ζωή. Συνέβησαν αλλαγές και επιλογές, μεγάλωσαν γιατί έπρεπε να μεγαλώσουν.
Μα η χειρότερη μαλακία του να μεγαλώνεις, είναι πως πια δεν μπορείς να κρυφτείς από τον καθρέφτη σου. Σε κοιτάζει με μια αλαζονική ειρωνεία και σου πετάει στα μούτρα πως δεν μπορείς να κρυφτείς από αυτό που εν τέλει πραγματικά θέλεις.
Κι όταν αυτό που θέλεις, γίνεται ξαφνικά το ακριβώς αντίθετο από αυτό που ο άλλος αντιλαμβάνεται ως ηθική και γραμμή πλεύσης, τότε είναι που σημαίνουν οι καμπάνες πως ο πόλεμος ξεκίνησε.
Έτσι συνέβη και με τους δυο φίλους μας. Το λάθος εκείνης, είναι ότι δεν του έδωσε τον χρόνο να αντιληφθεί τις αλλαγές της, δεν τον άφησε να την συνηθίσει με τη νέα της περσόνα.
Απλά του πέταξε στα μούτρα τις επιλογές της και απέτησε πλήρη και στιγμιαία αποδοχή.
Εκείνος από την άλλη, απλά χάθηκε. Δε διεκδίκησε ποτέ τίποτα, την άφησε απλά να υπάρχει μακριά του, επέτρεψε στο χρόνο να περνάει ανενόχλητος ανάμεσά τους, ορίζοντας μια τεράστια απόσταση.
Κι αν θέλουμε να είμαστε και λίγο αληθινοί, αυτό το παραμυθάκι του «η αγάπη αρκεί και αν θες βρίσκεις τρόπο», είναι ένα τεράστιο καλοφτιαγμένο άλλοθι για να μη διαλύονται οι σχέσεις με το πρώτο χιονόνερο.
Όταν χάνεις τη ζωή του άλλου, τα χαμόγελά του, τις φρίκες και τους έρωτές του, τα πιώματα και τα ξενύχτια του, χάνεις τελικά και τον ίδιο τον άλλο και ούτε που το καταλαβαίνεις.
Γιατί βασίζεσαι στο δεδομένο της υπόθεσης. Λες, δε γίνεται θα βρούμε έναν τρόπο να το φτιάξουμε και δεν προσπαθείς καν.
Μα οι φιλίες δεν είναι τουβλάκια στο τζένγκα, να πέφτει ο πύργος και να γελάς με την ατυχία σου καθώς τον ξαναχτίζεις για τη νέα παρτίδα. Φτιάχνεις καλύβες ή ουρανοξύστες και πρέπει να διαλέξεις τα θεμέλειά σου πολύ προσεκτικά.
Οι δικοί μας οι πρωταγωνιστές ατύχησαν στην σύσταση και η συνταγή δεν πέτυχε.
Αιτία θανάτου, γράψανε οι γιατροί, διαφορετικός τρόπος σκέψης.
Μα εμένα μια άλλη τρελή κοκκινομάλλα, (ας την πούμε «Α»), μου είπε ένα βράδυ πως η μαγκιά εκεί φαίνεται, στη διαφορετικότητα. Γιατί σε αυτά που του απέναντι του μοιάζεις, είναι όλα εύκολα.
Ο πραγματικός τζόγος όμως, είναι εκεί που δεν τον πιάνεις, που σου φαίνεται ανόητος και αντιδιαμετρικός.
Κι εκεί φίλε μου, παίζεις μόνο all in.
Αλλιώς πήγαινε ένα πάσο κι άσε κάποιον άλλο να είναι ο μεγάλος νικητής.