Είναι ένα μέρος που λέτε, που θυμίζει τοπίο από τη γαλάζια λίμνη.
Κάπου, κάποτε, κάποιος ξέχασε να βάλει στο χάρτη μια κουκκίδα γης, ένα μικρό τόσο δα κομμάτι στεριά και θάλασσα, που έμοιαζε λες και δεν είχε πατήσει πάνω του ανθρώπινο πόδι για να το χαλάσει.
Μια ακρούλα, γεμάτη βράχια, κρυστάλλινα νερά, και παραλία λες και φτιάχτηκε αποκλειστικά για δύο. Τόσος χώρος μόνο έφτανε. Αν ήταν ελάχιστα παραπάνω, μπορεί να μην ήταν αυτή η ιστορία μου.
Μια ιστορία γεμάτη γαλάζιο, πράσινο και έρωτα.
Γκρίνιαζα σε όλη τη διαδρομή για τα εκατό πράγματα που εγώ είχα αποφασίσει να κουβαλήσουμε, μην τυχόν και ξεμείνουμε από πρώτες ύλες και νερό, εκεί στο Νότο που πηγαίναμε.
Εκείνος και πάλι υπέμενε στωικά, όπως πάντα άλλωστε και κατέληξε να κουβαλάει τσάντα και ομπρέλα, για μια απόσταση περίπου μισού χιλιομέτρου. Να σημειωθεί ότι η τσάντα ήταν χαλαρά 3 κιλάκια.
Περάσαμε ό, τι πολιτισμό υπήρχε, φτάσαμε στην άκρη του Θεού και στρίψαμε στην επόμενη γωνία.
Και τότε το βρήκαμε. Όπως ακριβώς το είχαμε αφήσει πέρυσι, λες και μας περίμενε να ξαναπάμε, να ολοκληρώσουμε ό, τι αφήσαμε μισό επειδή δειλιάσαμε.
Ξαπλώσαμε και δεν μιλήσαμε για λίγο. Καμιά φορά η σιωπή είναι προμήνυμα πως κάτι μεγάλο θα έρθει. Τότε δεν το ήξερα, δεν το είχα φανταστεί.
Ήταν απλά, μια μέρα στη θάλασσα.
Και ξαφνικά έγινε και πάλι παιδί. Κι έτρεχε και χοροπηδούσε και ήθελε εξερεύνηση στα βράχια, όπως τότε που ήταν μικρός και η μαμά του του φώναζε να έρθει να βάλει αντηλιακό.
Μου έδειξε ένα μικρό καβουράκι και χαμογέλασε διάπλατα με αυτή του την ανακάλυψη, Κι εγώ γέλασα, γιατί σκεφτόμουν πόσο τυχερή είμαι που χαίρεται με ένα τόσο δα μικρό καβουράκι. Ξέρεις υπάρχουν άνθρωποι με όλα τα λεφτά του κόσμου που δεν χαμογελούν ποτέ. Ανόητοι άνθρωποι, ανόητοι.
Τότε ήταν που αφήσαμε όλες τις προκαταλήψεις μας στη στεριά και βουτήξαμε. Γυμνά σώματα και καθαρά μυαλά, με εκείνον να προσέχει το κάθε μου βήμα κι εγώ να κάνω πως φοβάμαι λίγο παραπάνω όλες τις μεγάλες και τρομακτικές πέτρες, γιατί είναι πραγματικά υπέροχο να έχεις κάποιον να σε προσέχει μήπως στραβοπατήσεις,
Και δεν είχαμε πολλά, ξέρεις τα βασικά, που μέσα σε αυτά πάντα ανήκει λίγη τεκίλα και καλή μουσική.
Μείναμε εκεί ώρες ατελείωτες, αποκομμένοι από τον κόσμο σε μια δική μας υπέροχη πραγματικότητα, που τίποτα δεν ήθελα να την ταράξει.
Ήταν το μέρος μας, εκεί που έκανα την πρώτη μου θεατρική άσκηση, εκεί που τον ερωτεύτηκα όσο κανέναν άλλο, εκεί που όλα ήταν δικά μας.
Είχε βραδιάσει πια κι εγώ ως μικρή και καλά κρυμμένη χαζογκόμενα, άρχισα να τρέμω από το κρύο.
Και τότε, κάπου ανάμεσα σε αλάτι και ηλιοβασίλεμα, το ένιωσα.
Απλά τον κοίταξα κι εκείνος δεν το κατάλαβε ποτέ, γιατί μουρμούριζε τι θα φάμε το βράδυ.
Μα εγώ χαμογελούσα γιατί το ήξερα, σε μια μικρή στιγμή απόλυτης διαύγειας, πως τον είχα ερωτευτεί και πάλι από την αρχή.
Και τότε το κατάλαβα, πως αυτό που ζούμε είναι για να κρατήσει.
Θα φάμε μακαρόνια, είπε και χαμογέλασε, θα μαγειρέψω εγώ.
Και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.