Το youtube μου τη σπάει για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι πατάς να παίξει η τραγουδάρα και σηκώνεσαι να πας να μαγειρέψεις, αλλά σου σκάει η διαφημισάρα της μισής ώρας και δεν ακούς το τραγούδι παρά μόνο αν αποφασίσεις να ξεκουνηθείς και να πατήσεις το κουμπί που θα τη στείλει στο διάολο.
Το δεύτερο, όμως, είναι μια βασική παράλειψη, ένα κοινωνικό φαινόμενο θα έλεγα που χρήζει άμεσης αντιμετώπισης. Είναι η απουσία του κουμπιού που θα σου δώσει τη δυνατότητα να ακούσεις ένα τραγούδι οχτώ χιλιάδες φορές και μία, χωρίς να πατήσεις το repeat.
Έλα, δε γίνεται να μην έχεις βρεθεί σε εκείνη τη θέση που κολλάει το τραγούδι σαν τσίχλα στον εγκέφαλο και το ακούς μέχρι να μάθεις πού παίρνει αναπνοή ο τραγουδιστής. Στην αρχή, την παρθενική φορά, σκαλώνεις άσχημα, σε αγγίζει, σε ξεσηκώνει, σου τραβάει αρκετά την προσοχή ίσως και να μάθεις ένα στίχο ή δυο. Το δεύτερο repeat είναι πια αναμενόμενο.
Τη δεύτερη φορά το παρατηρείς λίγο καλύτερα, ακούς τις μουσικές, τις ενορχηστρώσεις, απομνημονεύεις το ρεφρέν και θυμάσαι πού κορυφώνει, για να κορυφώσεις κι εσύ μαζί με την αγριοφωνάρα σου τη στιγμή που ο τραγουδιστή πατάει την κορώνα. Μετά, το πράγμα πάει λίγο πολύ από μόνο του κι εσύ έχεις ήδη ξοδέψει τρεις μέρες που έχεις μόνιμα ανοιχτό το link του στις σελίδες σου και το ακούς έτσι. Χωρίς να ξέρεις ουσιαστικά γιατί. Γιατί δεν μπορείς αλλιώς.
Δεν είναι ψυχαναγκασμός ούτε είναι ότι βρήκες το σάουντρακ της ζωής σου. Πολύ πιθανό να είναι κάποιο τραγούδι τελείως εκτός του στιλ σου, σχετικά άγνωστο ή παλιό, ή ίσως απλά ξεχασμένο από ‘σένα ή ολόκληρη την ελληνική και ξένη δισκογραφία.
Είναι απλά ο ήχος που ταιριάζει στη μέρα σου και τη διάθεσή σου, αυτό που ακούς χωρίς να είναι υπερβολικά βαρύ για να σε ρίξει στις ρακές μέρα μεσημέρι, χωρίς να είναι υπερβολικά χορευτικό για να κουράζει, είναι απλά αυτό που θέλεις να ακούσεις ξανά και ξανά, ακόμα κι αν σε βρίζουν όλοι κάπου στο δέκατο τρίτο repeat.
Θυμάμαι πέρυσι είχα πάει μια εκδρομή στην οποία τραγουδούσαμε όλη η παρέα Ρόδες, ένα σχετικά δύσκολο κομμάτι με πολλά λόγια που πιο πριν δεν πολυκαταλάβαινα κιόλας. Στην αρχή εντάξει το τραγούδησα μια-δυο-τρεις, μετά βαρέθηκα ήθελα κάτι άλλο. Γύρισα, πήγα να βάλω μουσική στο σπίτι και το χέρι πήγε μόνο του και πάτησε Ρόδες. Αυτό ήταν κόλλησα για κανένα μήνα και δεν άκουγα τίποτα άλλο πέρα από το ξυπνητήρι μου.
Νομίζω πως πάνω-κάτω η μουσική είναι αυτό που λέμε το αλάτι στο φαγητό. Βασικά τώρα που το σκέφτομαι, παίζει να είναι ολόκληρο το φαγητό. Ε υπάρχουν κάποια φαγητά που τα βαριέσαι μετά από κάνα τρίμηνο διαρκούς κατανάλωσης, όπως οι τηγανιτές πατάτες. Σαν να λέμε δηλαδή πως τα τραγούδια είναι οι τηγανιτές πατάτες μας. Τραγανές, νόστιμες και ελαφρώς ενοχικές, δεν τις χορταίνεις και τις ζητάς διαρκώς, μέχρι να θυμηθείς πως σ’ αρέσουν και τα μακαρόνια.
Και ξέρεις το γαμάτο με αυτά τα τραγούδια, είναι πως όταν τα ακούσεις κάποια στιγμή τυχαία στο ραδιόφωνο, χαίρεσαι τόσο με ένα γνήσιο ενθουσιασμό, λες και στάθηκες υπερβολικά τυχερός που τα πέτυχες στα FM και πως έτσι αποκτάει για κάποιο λόγο μεγαλύτερη αξία το τραγούδι.
Γι’ αυτό γαμάει η μουσική. Γιατί είναι ο πιο απλός και μαγικός τρόπος να σε κάνει να νιώσεις.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη