Φαντάζεσαι τον τρόμο; Τη σύγχυση που θα μου δημιουργούσε; Άκου, λέει, να γεννιόμουν όμορφη! Μα τι κατάρα! Να είχα μακριά υπέρλαμπρα μαλλιά που θ’άστραφταν μέχρι και στο σκοτάδι, πάντα λεία, πάντα περιποιημένα. Να είχα, λέει, το πιο υπέροχο δέρμα, απαλό σαν των μωρών, χωρίς κανένα σημάδι, σίγουρα χωρίς κανένα από τα τρεις χιλιάδες τσιμπημάτων από κουνούπια που κουβαλάω πάνω μου σαν παρακαταθήκη, σίγουρα χωρίς δερματίτιδες ή σπυράκια. Να είχα, λέει, δυο μέτρα πόδια και κοιλιά που να μην εξείχε εκατοστό, σαρκώδη χείλη, να μην ίδρωνα ποτέ, να μύριζα πάντα τριαντάφυλλο, να ήμουν η Kim στη θέση της Kim (χωρίς τα δέκα παιδιά).
Θεέ μου, τι φρίκη! Ευτυχώς που δε γεννήθηκα όμορφη! Δε θα άντεχα όλο αυτό το άγχος, όλον τον πανικό για μια τελειότητα άπιαστη, άυλη που ποτέ δεν μπορείς να φτάσεις και πάντα κυνηγάς σαν άλλο ουράνιο τόξο γεμάτο γκλίτερ και παρφουμαρίες. Δε θα άντεχα όλη αυτήν την ανασφάλεια του να κοντράρω κάθε μέρα τον εαυτό μου, του να είναι ο καθρέφτης μου ο καλύτερός μου φίλος κι ο χειρότερός μου εχθρός την ίδια στιγμή. Αυτήν την ομορφιά, την τέλεια, την άψογη, εκείνη που δεν έχει σκιές, δεν έχει δάκρυα ούτε ατέλειες να σε γεμίζουν από πάνω μέχρι κάτω, δεν τη θέλω. Και θα είμαι ψεύτρα αν σου πω πως ποτέ μου δεν τη ζήλεψα.
Θα είμαι μια υποκρίτρια αν γυρίσω και πω, έστω και μεταξύ σοβαρού κι αστείου, ότι ποτέ δεν κλείστηκα στο μπάνιο, ποτέ δεν κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και γύρισα το κεφάλι μου αλλού γιατί δε μου άρεσε αυτό που έβλεπα μπροστά μου. Θα ήμουν ψεύτρα αν γυρνούσα να σου πω πως η ομορφιά δεν είναι μαγεία, πως δε σου ανοίγει πόρτες, πως δε σου σηκώνει το κεφάλι λίγο πιο ψηλά. Το θέλησα, το θέλω σχεδόν κάθε μέρα για κάποια λεπτά, όταν είναι δύσκολο να υπάρξει η αυτογνωσία, όταν θέλεις απλώς έναν τρόπο να γίνουν τα πράγματα λίγο πιο λεία, να φύγουν οι γωνίες, να μαλακώσει ο καιρός.
Μα μετά ξυπνάω κι έρχομαι στα συγκαλά μου κι ανασαίνω και πάλι κανονικά. Γιατί χαίρομαι που δε γεννήθηκα όμορφη. Χαίρομαι για το τεράστιο σημάδι που έχω στην πλάτη μου, γιατί έχει υπάρξει λόγος να κλέψω περισσότερα φιλιά. Χαίρομαι που σκάω σαν τον Βέγγο φορτωμένη με εκατό χιλιάδες πράγματα στα χέρια κι αντηλιακό να μπλέκεται με την άμμο φτιάχνοντας έναν μικρό -αστείο κατ’τα τ’άλλα- σοβά που θα φύγει με την πρώτη βουτιά στη θάλασσα που κόπιασα πολύ για να τη βρω. Αγαπώ τις μεγάλες μύτες και τα κόκκινα ροδαλά μεγάλα μαγουλάκια, αγαπώ τις ελιές στο πρόσωπο, τα κατσαρά μαλλιά που δε στρώνουν ποτέ, τα σημάδια και τα βουρκωμένα ή αγουροξυπνημένα μάτια γεμάτα τσίμπλες. Αγαπώ την αλήθεια κι όχι το photoshop, αγαπώ την απλότητα, την ασχήμια που ουσιαστικά είναι μια κακή μετάφραση της διαφορετικότητας.
Κι εσύ που με διαβάζεις τώρα, μπορεί να είσαι ο πιο όμορφος άνθρωπος στον κόσμο, μα αυτό δε θα σου το δείξει ο καθρέφτης σου. Θα το βρεις στα μάτια των ανθρώπων σου, στα χάδια εκείνων, ξέρεις ποιων, θα το βρεις σε ανύποπτες στιγμές αστείρευτης γοητείας που καμία σχέση δε θα έχουν με ό, τι σημαίνει «τελειότητα». Όπως κάποτε κάτι φίλοι είχαν πει πως «εσύ είσαι εσύ κι εγώ είμαι εγώ κι αν είναι αλήθεια όλο αυτό, τι είναι από μας το διαφορετικό;».
Αφιερωμένο σε όλα τα ασχημόπαπα εκεί έξω με την ελπίδα να αγαπήσουν λίγο παραπάνω τον πανέμορφο εαυτό τους.