«Γράψε κάτι αύριο».
«Δεν μπορώ, δεν ξέρω τι. Άστο καλύτερα.»
«Γράψε κι ό, τι βγει.»
Θύμωσα. Μα τι δεν μπορούσε να καταλάβει;
Πώς να γράψω όταν όλα μέσα στο κεφάλι μου γυρίζουν σβούρα; Για ποιο πράγμα να ξεκινήσω, αφού στο τέλος πάλι θα το αφήσω στη μέση κι αυτό;
Άνοιξα τ’ αστεία μου προσχέδια στο Word, τις -και καλά- σημειώσεις που κρατάς για να μη φύγει η έμπνευση της στιγμής. Είχα γύρω στις δεκαπέντε μισοτελειωμένες ιδέες. Ημιτελείς κι ανέραστες, σαν τραγούδι που δεν του ταίριαξαν τελικά οι στίχοι κι έμειναν μόνο μια πολλά υποσχόμενη ιδέα.
Ίσως αν έγραφα γι’ αυτό; Τις μεγάλες ιδέες, που στριμώχνουν μια ανθρωπότητα σε μια και μόνο σκέψη, που αλλάζουν την τροχιά της γης, που γεννάνε τέχνη κι επανάσταση. Θα ήταν ονειροπόλο να γράψω για κάτι τέτοιο, αφού οι ιδέες αυτές κοιμούνται βαθιά, μαζί με συνειδήσεις, πνιγμένες στο ουίσκι κάπου τελευταίου μπουζουξίδικου της παραλιακής.
Αν έγραφα για έρωτα; Θα φώναζε το αφεντικό πως είναι χιλιογραμμένο. Σούπα έγινε ανά τους αιώνες, που τόσοι και τόσοι γράψανε για να φύγει η φωτιά, να πάψει να καίει. Λες κι αν γίνει γραμμές σε ένα τετράδιο, θα ομορφύνει η θλίψη και θα περάσει ο πόνος.
Γιατί ο έρωτας, όσες μορφές και να έχει, η βάση του θα είναι πάντα το ανεξήγητο. Αυτό που όσο και να γράψεις, μόνο αν το ζήσεις θα καταφέρεις να πεις πως άξιζε να ανασάνεις γι’ άλλη μια μέρα. Κι ας ήταν λίγο πιο δύσκολο.
Άρα πάει κι ο έρωτας. Δε θα γεμίσει άλλη σελίδα, όχι σήμερα τουλάχιστον, γιατί και να το κάνει, πάλι γι’ αυτόν θα γράψω, λες και δεν είχε ποτέ άλλη μορφή πέρα από τα μάτια του.
Πόσο μελάνι έχει χυθεί, χαρτιά έχουν τσαλακωθεί, γραφομηχανές και πληκτρολόγια έχουν πάρει φωτιά για πράγματα που δεν άξιζε να γραφτεί ούτε λέξη.
Και γράφτηκαν τόμοι, βιβλιοθήκες με συμβουλές και μελό συγκινητικές ιστορίες, με κόπιες από τη ζωή κάποιου άλλου που κάπου κάποτε, δέθηκε με τη δική σου κόμπος.
Κι εσύ, αντί να ζήσεις έναν έρωτα, έγραψες ένα τραγούδι ή ένα άχαρο ποίημα που μπήκε πάλι στο συρτάρι.
Φλύαροι που είναι οι άνθρωποι, όταν αμήχανοι ζουν κάτι καινούριο. Αντί να βγεις στο δρόμο να φωνάξεις, φόρτωσες με λέξεις το μυαλό σου, οργισμένες και επιτηδευμένες, γιατί κάπου κάποτε άκουσες πως έτσι πρέπει να γίνεται. Μα για τα απλά, τα καθημερινά, αυτά που κανείς δεν παρατηρεί, αυτά που είναι από μόνα τους ένα θαύμα, ποιος θα γράψει δυο λέξεις;
Δυο μόνο και απλές, όχι καρικατούρες στολισμένες , έτσι για να λες πως άφησαν το στίγμα τους στο χρόνο.
Μη γράψεις για ταξίδια, μόνο για σήμερα, πες για το εισιτήριο του μετρό που κράτησες στην τσέπη σου, γιατί σου θύμιζε μια όμορφη νύχτα.
Για την γεύση που άφησε το πρώτο παγωτό στο στόμα σου, το χειρότερο μεθύσι σου, το λουλούδι που φύτρωσε ανάμεσα στο τσιμέντο και κοντοστάθηκες να παρατηρήσεις.
Γράψε για όλα εκείνα τα μικρά, αυτά που σε συγκίνησαν μα το κράτησες κρυφό, γιατί δεν ήταν αρκετά φανταχτερά για να τ’ αποκαλύψεις.
Κι εγώ σήμερα, θα γράψω, όχι γιατί έχω κάτι ψαγμένο κι εύηχο να πω, μα για να του δείξω πως μια και μόνο λέξη του αρκεί, για να γεμίσει αράδες η λευκή σελίδα.
Κι ας μην τις διαβάσει ποτέ κανείς.