Πέμπτη βράδυ λοιπόν και μπουχτισμένοι κι οι δυο από τη δουλειά λέμε να πάμε για ένα ταινιόνι. «Στο Βακούρα έχει προσφορά, πάμε;»· είχα ήδη βάλει φούτερ κι ήμουν στην πόρτα με το κλειδί στο χέρι. Έτσι, σε πέντε λεπτά ήμουν έξω από το θρυλικό συνοικιακό σινεμαδάκι μια ανάσα από τη Ναυαρίνου, χωρίς να έχω ιδέα τι στο καλό θα πάθαινα.
Κι έπαθα. Έπαθα πολλά.
Λοιπόν, σού έχει συμβεί αυτό που ακούς κι ακούς πολλά για μια ταινία, τόσα που φτιάχνεται μέσα σου ένας θρύλος που μετά πάει και ξεσκίζεται σε χίλια κομμάτια γιατί στην πραγματικότητα ήταν πολύ μάπα το καρπούζι; Ε, εδώ συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Δεν είχα προσδοκία. Λέω, δύσκολος ο Παπαδιαμάντης, πολλές και οι ιστορίες εποχής τώρα τελευταία, ίσως να μη μας καταφέρει η ταινία. Κι ήρθε η ταινία και μου έριξε μια σφαλιάρα, που ακόμα πονάει το μαγουλό μου.
Στα καθέκαστα, από το πρώτο ως και το τελευταίο πλάνο, η ταινία είναι πανέμορφη, Χίτσκοκική, με μια δόση αισθητικής Αγγελόπουλου και Πόε, κρατώντας και κάποια mainstream στοιχεία λαχταριστού χολιγουντιανού ψυχολογικού θρίλερ. Σε σκηνοθεσία και καλλιτεχνική διεύθυνση της Εύας Νάθενα, οι εικόνες έδιναν την αίσθηση ενός μονοχρωματικού φιλμ σε γκρι και καφέ υποτόνους, με σκληρή πέτρα, απότομα βράχια κι άκαρπη γη στα μαγικά τοπία της Μάνης. Η πλήρης αντίθεση με τον καταγάλανο κρύο, χειμερινό ουρανό, που δε βλέπεις, αλλά αισθάνεσαι, πριν μεταβληθεί σε ένα ομιχλώδες τοπίο. Αν θέλουμε να είμαστε ακριβοδίκαιοι, εφόσον ο χώρος που έδρασε κι έγραψε ο Παπαδιαμάντης ήταν η καταπράσινη Σκιάθος, το τοπίο αυτό δε συμφωνεί με το διήγημα, όμως καθόλου δε μας νοιάζει. Το δυστοπικό σύμπαν της Νάθενα, με το χωριό στη μέση του πουθενά που μοιάζει να έχει βγει από κάποια μετα-αποκαλυπτική συγκυρία, σε ρουφάει μέσα του από τα πρώτα πέντε λεπτά. Άκυρο, κάν’ τα δύο.
Από άποψη σεναρίου, η Κατερίνα Μπέη σε αφήνει λίγο πεινασμένο. Στο πρώτο μισό, δε σου λέει και πολλά, σαν να απαιτεί υπογείως τις γνώσεις σου για την ιστορία -σου λέει στα κείμενα του γυμνασίου τα διδάχτηκες, πρέπει να τα ξέρεις. Δεν την αδικώ. Σε αφήνει να υποπτεύεσαι τι συμβαίνει, δε στο σερβίρει ξεκάθαρα, δε σε κάνει ένα με τον παντογνώστη αφηγητή. Είναι σαν να είσαι η κάμερα, που τριγυρνάει ανάμεσα στους κατοίκους κι ό,τι πιάσει. Αρχές 1900, οικογένειες που ζουν μέσα στη φτώχεια και την κακοποίηση, που ηδονίζονται με τη θρησκεία και θεωρούν τη γέννηση ενός κοριτσιού πρόβλημα. Καταστροφή. Γιατί; Γιατί δεν μπορούν να το μεγαλώσουν. Γιατί η αξία της ζωής του, δεν αντισταθμίζει την «αγοραστική αξία» σου. Γιατί κορίτσι το 1900 σήμαινε προίκα. Και πάνω σε αυτό το βάναυσο έθιμο της προίκας βασίζεται και η συλλογιστική του Παπαδιαμάντη.
Βαθιά φεμινιστική η πένα του, σε μια εποχή που ο φεμινισμός ήταν -ειδικά για την Ελλάδα- ένα άπιαστο όνειρο. Όχι μόνο για τον τρόπο που επέλεγε να γράφει, μα και για τα θέματα που επέλεγε, τελεία. Για το ότι η ματιά του κι η σκέψη του μπόρεσε να αντιληφθεί την αγοραπωλησία μεταξύ κοριτσιών κι οικογενειών, και την τραυματισμένη ψυχολογία των πρώτων, όταν σαν τσουβάλια τις πετούσαν σε έναν άντρα, αρκεί να ήταν άντρας. Κι ας έπινε, κι ας τις χτυπούσε κι ας τις έβλεπε σαν κούτσουρα για το τζάκι. Λόγο δεν είχαν, μιλιά δεν έβγαζαν. Έμπαιναν στη μέση οι οικογένειες κι έκαναν τη συμφωνία. Διά νόμου. Δίνω ένα κτήμα, δέκα κουβέρτες και τρεις φορεσιές. Α, και την κόρη μου, που είναι γερή και θα σου κάνει γιους. Ο Παπαδιαμάντης αυτά τα είδε, τα κατέγραψε στο δικό του j’accuse, το οποίο καθόλου εύπεπτο δεν είναι. Και για την εποχή, σχεδόν απαγορευτικό.
Κάπως έτσι λοιπόν και σε μια εποχή που η γυναίκα βασανίζεται δίχως τέλος, η Φραγκογιαννού, ακα Καριοφυλλιά Καραμπέτη, αισθάνεται ότι είναι χρέος της να απαλλάξει τα κορίτσια-βρέφη από το μαρτύριό τους. Μωρά που γεννιούνται σε κακοποιητικές οικογένειες, που γεννιούνται άρρωστα, που οι γονείς τους είναι ανίκανοι να τα φροντίσουν γιατί είναι κορίτσια. Μωρά που θα γίνουν αντικείμενο συμφωνιών για προίκες που δεν υπάρχουν. Κανονικοποιεί η ταινία τη γυναικοκτονία; Ούτε κατά διάνοια. Η πρωταγωνίστρια βρίσκεται σε μια διαρκή πάλη μέσα της ανάμεσα στην ηθική της και το τραύμα που η ίδια βίωσε από τη μητέρα της ακα Μαρία Πρωτόπαππα, το οποίο και δε θεράπευσε ποτέ. Παλεύει ανάμεσα στην ανάγκη της να αγαπήσει χωρίς να έχει ιδέα πώς και στη βία και σκληρότητα που έκανε τη ζωή να μην έχει αξία. Συγκλονιστική η στιγμή που η Καραμπέτη παίρνει το άψυχο χέρι της μάνας της και το ακουμπά επάνω της, σαν ένα χάδι που άργησε πολύ να έρθει.
Όπως συγκλονιστική εν γένει και η Καραμπέτη. Από τη φυσική της κατάσταση και το γεγονός ότι δύο ώρες παρά κάτι σκαρφαλώνει επάνω σε βράχια στο τραχύ μανιάτικο τοπίο, μέχρι και τη δωρική ερμηνεία της, που είχε κάτι από αρχαιοελληνική τραγωδία που τόσα χρόνια επάξια υπηρετεί. Η εναλλαγές της ανάμεσα στη λογική και την παράνοια, το τραύμα και την ανάγκη της να ελευθερωθεί από αυτό είναι απλώς συγκινητικές. Και σαφώς θα ήταν λίγο σκληρό αλλά δίκαιο να πούμε πως υπέρηχε του υπόλοιπου καστ, αν κι η Πρωτόπαππα έφτασε πολύ κοντά -χωρίς να πει λέξη- να της κλέψει την υποκριτική μαεστρία.
Και φτάνουμε στο τέλος. Και δεν είναι ότι δεν έχω μικροενοχλήσεις, όπως η σχετικά κακή άρθρωση και το ελάχιστο exposition. Όμως, μπορώ με σιγουριά να πω ότι δεν έχουν καμία απολύτως σημασία, γιατί η ταινία σε αφήνει να φύγεις κουβαλώντας ένα τούβλο στο στήθος. Σου προσφέρει την κάθαρση κρατώντας εν μέρει το τέλος του έργου του συγγραφέα, όμως σε αποχαιρετά με ένα κείμενο με γεγονότα. Με απλά γεγονότα. Όπως, ας πούμε, το γεγονός ότι παγκοσμίως, από το έθιμο της προίκας, «χάθηκαν» 200.000.000 κορίτσια-βρέφη. 200.000.000. Στη χώρα μας, μετά την επανάσταση 17 κοινοτήτων της Ρούμελης, καταργήθηκε το 1983. Μέχρι τότε, περίπου 200 βρέφη «πέθαιναν» ανά 1.000 γεννήσεις. Ήταν όλα κορίτσια.
ΥΓ: Άνοιξαν τα φώτα. Κοίταξα γύρω μου να συναντήσω κι άλλα μάτια σαν τα δικά μου. Κι είδα πολλά. Πήγαινε να δεις τη «Φόνισσa», δε θα πω κάτι άλλο.