Λένε πως τα δάκρια είναι φτιαγμένα από αλμυρό νερό. Κάθε δάκρυ κι ένας ωκεανός. Λένε πως οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι από αλάτι, σαν καλά σμιλεμένα αγάλματα με υπέροχη γεύση και σκληρό περίβλημα.

Μα όταν ρίχνεις νερό στο αλάτι, εκείνο λυγίζει, αρχίζει σιγά-σιγά και λιώνει, απαλύνουν τα χαρακτηριστικά του, οι γωνίες του γίνονται κύκλοι, μέχρι πια να γίνει μια μάζα από αλάτι, που έμοιαζε κάποτε σε άνθρωπο.

Κι αυτό το νερό, είναι δάκρια, που οι άνθρωποι χαρίζουν απλόχερα ο ένας στον άλλον για να λιώσουν τα περιβλήματα, να σκοτώσουν τις άμυνες και να πουν μετά με σπασμένη τη φωνή, πως «εδώ είμαι κι όλα θα φτιάξουν».

Κι εμείς, αυτό το ξέρουμε, μωρό μου, γιατί κι εμείς κάποτε ήμασταν αγάλματα που κοιτούσαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις κι έκλαιγαν κρυφά, κρύβοντας επιμελώς τα χαρακτηριστικά τους.

Είναι ντροπή λέγαμε, να κλαις μπροστά στον άλλον, να του δείχνεις πόσο πολύ τον χρειάζεσαι, να του παραδίδεις με όλο σου το σώμα όλη αυτή τη γαμημένη εξουσία, την εξουσία του να ξέρει πόσα πολλά σημαίνει για εσένα. Μα εμείς, κοίτα να δεις, τόσο προσπαθήσαμε να το κρύψουμε και πάλι αποδειχθήκαμε τόσο λίγοι μπροστά στα συναισθήματά μας.

Πόσες φορές ντραπήκαμε που υγραίνονταν τα μάτια, είτε από φόβο είτε από θυμό, που δεν μπορούσαμε να διεκδικήσουμε ο ένας την ύπαρξη του άλλου ασφυκτικά, τόσο που να μην έχει πια κανένα δικαίωμα ο ίδιος. Και νιώθαμε τόσες ενοχές γι αυτό, γιατί δεν ξέραμε πόσο απροκάλυπτα κτητικός είναι ο έρωτας όταν σε χτυπήσει.

Πόσες φορές κλειστήκαμε σε ένα τραγούδι ή σε κάποιο τσιγάρο για να μη δούμε ο ένας τα μάτια του άλλου, που κάπου σε κάποιο στίχο φόρτισαν κι άρχισαν να λιώνουν όλο το αλάτι που είχαμε βάλει για συρματόσχοινο γύρω μας; Κι άλλες τόσες θα ήταν ίσως, όλες εκείνες οι στιγμές που πληγωθήκαμε, γιατί ήμασταν τόσο ανόητοι κι αφελείς να πιστέψουμε πως μπορούμε να ελέγξουμε αυτό που θα συνέβαινε.

Και συνέβη, ένα βράδυ που έμοιαζε σαν όλα τα άλλα, απόλυτα συνηθισμένο, χωρίς κρύο ούτε ζέστη, βαρετό κι ήσυχο, σε κάποια πλατεία, σε κάποιο παγκάκι, όπου συμβαίνουν πάντα πράγματα που σου αλλάζουν τη ζωή. Εκεί που κλάψαμε επιτέλους χωρίς ντροπή, γιατί δε θέλαμε να χάσουμε ο ένας τον άλλον. Εκεί που ο φόβος κι η επιθυμία νίκησαν μια ηλίθια ντροπή κι έλιωσε πια κάθε σταγόνα από αλάτι, για να φανούν τα μάτια μας. Δυο μάτια κι άλλα δύο, που φώναζαν «μείνε», πιο δυνατά από κάθε ήχο που θα μπορούσε να βγει ποτέ από κάποιο στόμα. Ένα βράδυ που ένας τοίχος έπεσε, για να ενωθούν δυο ζωές.

Ξέρεις, είναι τυχεροί οι άνθρωποι, όταν μπορούν να κλαίνε ο ένας μπροστά στον άλλον, χωρίς ντροπή ή πρόσχημα. Όταν μπορούν απλά να το κάνουν και δε χρειάζεται πολλές εξηγήσεις. Όταν συγκινούνται ή λυπούνται και δε χρειάζεται να το κρύψουν πίσω από κάποιο ηλίθιο ειρωνικό αστείο για να ελαφρύνει η στιγμή.

Είναι πολύ τυχεροί οι άνθρωποι όταν κλαίνε, γιατί έτσι απλά γουστάρουν να κάνουν. Σαν μικρά παιδιά που ξέμειναν από επιχειρήματα, κάπως έτσι κι εμείς, κλαψιάρηδες, όπως καμιά φορά σε πιάνει και λες, κι αφελείς, έχουμε βρει μια δική μας αλήθεια για να παλεύουμε.

Άλλωστε όταν έρχονται οι ώρες που όλα είναι δύσκολα, πάντα θα φτάνει που κλαίμε και που είμαστε μαζί. Δυο αγάλματα που τώρα κοιτάνε προς την ίδια πλευρά και μέρα με τη μέρα, λιώνουν από πάνω τους, όλο το φόβο που κρύβει αυτός ο κόσμος.

Άλλωστε τι τον χρειάζεται;

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου