Μπορείς να ρωτήσεις τον εαυτό σου τρεις και μόνο βασικές ερωτήσεις για να συνειδητοποιήσεις αν είσαι όντως ένας άνθρωπος του «ναι». Καλά, τώρα εσύ θα μου πεις, πως μπορείς να μου το απαντήσεις κι από τώρα χωρίς ηλίθιες επιπλέον ερωτήσεις. Κι αυτή θα είναι κι η πρώτη απόδειξη ότι τείνεις στο να είσαι ένας άνθρωπος του «όχι».

Ήταν ένα ψυχολογικό τεστ που μας είχαν κάνει κάποια στιγμή στην κατασκήνωση, για να δουν αν είχαμε αρκετά ευχάριστη προσωπικότητα και διάθεση για να αναλάβουμε χρέη ομαδαρχών. Το τεστ αυτό ξεκινούσε με την επιθυμία του ψυχολόγου να σου κάνει τρεις ερωτήσεις για να διαπιστωθεί σε ποια κατηγορία ανήκεις. Η ερώτηση όμως, ήταν ελαφρώς παγίδα, γιατί η ανακοίνωση αυτή, ήταν μια ελαφρώς κρυμμένη ερώτηση του αν θέλεις να μπεις σε αυτή τη διαδικασία. Αν λοιπόν εσύ απαντούσες πως δε χρειάζονται τεστ για να αποδειχτεί η θετικότητά σου, είχες πάρει ήδη έναν πόντο στο «όχι».

Οι επόμενες δύο ερωτήσεις ήταν ελαφρώς αφηρημένες και κατά τη γνώμη μου, αρκετά δύσκολες στο να απαντήσεις ειλικρινά, αφού ίσως είναι πράγματα που δύσκολα μπορείς να διακρίνεις στον εαυτό σου. «Πώς αντιμετωπίζεις μια ξαφνική αλλαγή στη ζωή σου», «Με ποιες ομάδες ανθρώπων επικοινωνείς καλύτερα».

Μου πήρε πέντε χρόνια για να καταλάβω πως οι ερωτήσεις σαν ερωτήσεις, δεν είχαν ως στόχο να βγάλουν το συμπέρασμά τους απ’ τη στάση που θα κρατούσες, δηλαδή αν απαντούσες ότι τα πας καλύτερα με τα αγόρια για παράδειγμα. Αυτό που εξέταζαν στις απαντήσεις που έδινες, ήταν πώς αποφάσιζες να κάνεις τη διατύπωσή σου. Αν η ομιλία σου περιείχε προτάσεις που ξεκινούσαν με «δεν» ή «μη» ή κάποιο αρνητικό σύνδεσμο, δηλαδή αν βασίζονταν στην αρνητική διατύπωση των λέξεων, τότε η στάμπα είχε κολληθεί κι εσύ ήσουν επίσημα άνθρωπος του «όχι».

Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται αυτό, αν παρατηρήσεις πόσες στιγμές της ζωής μας τονίζουμε με αρνητική σύνταξη, θα εκπλαγείς. Ακόμα κι οι επιθυμίες μας, διατυπώνονται πολύ πιο εύκολα στην κατηγορία του τι δε θέλουμε παρά του τι θέλουμε. Έχουμε γεμίσει αρνητισμό και καχυποψία κάθε αμφίβολη καινούρια μας στιγμή κι αυτό είναι ένα φαινόμενο πραγματικά δυσοίωνο για την απαραίτητη αφελή αισιοδοξία αυτού του κόσμου.

Και ξέρεις γιατί; Γιατί ποτέ κανένας άνθρωπος δεν εξελίχθηκε πραγματικά, παραμένοντας σε μια δική του προσωπική ασφάλεια ορίων. Λέγοντας ένα «ναι» σε μια πρόταση που όλα μέσα σου σού φωνάζουν ότι είναι έξω από σένα, αυτό που πραγματικά δημιουργείς στον εαυτό σου, είναι περιθώρια. Περιθώρια του να εξερευνήσεις κάτι καινούριο, ακόμα κι αυτό είναι να φας σαλιγκάρια. Στην τελική μόνο αφού φας και τα απορρίψεις θα μπορείς να πεις με σιγουριά πως εσύ προτιμάς το κοτόπουλο.

Αυτό είναι και το χειρότερο αποτέλεσμα του «όχι». Ότι ουσιαστικά, υπάρχει από πλευράς μας μια απόρριψη, χωρίς την πρακτική δοκιμή. Μια διαρκής πρόκριση για τα πάντα, που μας κλείνει σε ένα καβούκι με τον μανδύα του «δύσκολου ανθρώπου», που μας καθιστά και τρόπαια. Μα δεν έχει τίποτα κακό το να είσαι εύκολος άνθρωπος, απλά ίσως εμείς τα βαφτίσαμε έτσι γιατί λίγο το φοβηθήκαμε.

Μα στην τελική οι μεγαλύτερες στιγμές στη ζωή μας, υπήρξαν επειδή κάποια στιγμή με κάποιον συμφωνήσαμε. Ένα «κι εγώ» ήταν αρκετό και σίγουρα πολύ-πολύ περισσότερο από κάθε «όχι» που ακούστηκε απ’ τα χείλη μας.

Επιμέλεια Κειμένου Γιοβάννας Κοντονικολάου: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου