Μεσημέρι Αυγούστου, η πόλη άδεια κι εγώ μόλις είχα γυρίσει σπίτι απ’ τη δουλειά.
Κάθομαι στον άβολο καναπέ μου, αγκαλιά με το λαπ τοπ και ψαχουλεύω το youtube για μουσική επιμέλεια.
Πέφτω πάνω στο «στην υγειά μας», (αν δεν την ξέρεις την εκπομπή έχεις πρόβλημα στο λέω).
Δύο ώρες και σαράντα λεπτά, αφιέρωμα στην Τάνια Τσανακλίδου. Εδώ είμαστε.
Έστριψα τσιγάρο και πάτησα play.
Στο σημείο αυτό, να ομολογήσω τον έρωτά μου γι’ αυτήν τη γυναίκα, όχι μόνο για τα τραγούδια και τη φωνή της, μα πιο πολύ για την υπόστασή της.
Είναι αυτό που λέμε, «γυναίκα», με την παλιά σημασία της λέξης, ρεμπέτισσα, αλήτισσα πώς το λένε.
Άραζε η τύπισσα στην εκπομπή που είχαν φτιάξει μόνο για την πάρτη της, έκανε το τσιγάρο της, έπινε σα να μην υπάρχει αύριο.
Το γούσταρε εν ολίγοις. Μαζί της κι εγώ.
Τη ζάλισε και το κρασί, έριξε δυο γύρες.
Έχεις δει ποτέ γυναίκα να χορεύει ζεϊμπέκικο και να το νιώθει; Ανατριχίλα.
Και στα άλλα, ξέρεις εκείνα τα τραγούδια που σου βιάζουν την ύπαρξη και βγάζουν κάθε απωθημένο σου στη φόρα, καθόταν σε μια καρέκλα, τραγουδούσε κι έκλαιγε.
Έτρεχαν τα δάκρυα και δεκάρα δεν έδινε για τις κάμερες και τους δήθεν της τηλεόρασης.
Εκείνη πονούσε, θυμόταν, το ένιωθε σα να το ζούσε απ’ την αρχή σ’ επανάληψη.
Έβγαζε τις νότες απ’ αυτή τη διάπλατα ανοιχτή, χυλιοτρυπημένη καρδιά, που έχει πονέσει πολύ, έχει ερωτευτεί πολύ, έχει ρωγμές και ράμματα απ ’τους ανθρώπους που τη σημάδεψαν.
Πρέπει να έχει πληγωθεί πολύ, σκέφτηκα καθώς έστριβα το τρίτο στη σειρά.
Όταν δεν τραγουδούσε, μιλούσε, έλεγε για τη ζωή της, για τους έρωτες που έγιναν μουσική.
«Πρώτος έρωτας, ήταν στα τέσσερα μου χρόνια, με έναν ακροβάτη. Μετά στα εφτά μ’ ενα θηριοδαμαστή.»
«Πάντα μου άρεσε να ερωτεύομαι ανθρώπους που κινδύνευαν. Τους φευγάτους. Μόνο στα άκρα μπορείς να τον ζήσεις τον έρωτα.»
Α ρε Τάνια. Σχολείο αυτή η γυναίκα.
Όπως και όλες οι γυναίκες που ήταν από μόνες τους ένας άνθρωπος και μια ιδέα, που δε συμβιβάστηκαν, που δεν έκαναν ποτέ ξαθιές ανταύγειες.
Που δεν παντρεύτηκαν ποτέ, γιατί δεν πίστευαν στο «για πάντα», μόνο ζήσανε έρωτες άρρωστημένους και βίαιους και φύγανε μετά με ένα χαστούκι.
Έχουν όπλο τους τις στιγμές και σφαίρες το παρόν τους. Βάζουν Φωτιά στο μέλλον, με προσάναμμα το παρελθόν.
Ονειρεύονται πάνω σ’ ένα καφάσι μπύρες κι αν τους τη δώσει, ρίχνουν και μια σέρτικη στροφή, να διώξουν τα σκοτάδια μακριά τους.
Είναι εκείνες οι γυναίκες που φοράνε κόκκινο κραγιόν κι αυτό, αφήνει το αποτύπωμά του σε ποτήρια και πέτα σακακιών.
Είναι άκριτα ερωτεύσιμες και επικίνδυνες για τη διατήρηση της κοινής τάξης.
Γιατί αυτές οι γυναίκες είναι για το σαλόνι και το λιμάνι με την ίδια μαγκιά, την ίδια αλήθεια.
Ανάβουν, που λες, το τσιγάρο τους κι αρχίζουν να μιλάνε.
Στ’ αυτιά σου, αν ξέρεις ν’ ακούς, τα λόγια τους ακούγονται σαν ποίηση, όχι όμως τη νερόβραστη που βρίσκεις στα σχολικά βιβλία.
Ποίηση ερωτική, καταραμένη, βουτηγμένη στην αμαρτία και το πάθος.
Δε φοβούνται μη μείνουν μόνες τους, το επέλεξαν και δε θέλησαν κανέναν άντρα να τους κρατήσει το χέρι λες και ήταν κοριτσάκια απροστάτευτα.
Δεν έχουν γάτες, ούτε παιδιά, πίνουν καφέ και ουίσκι και όχι τσάι λεβάντα.
Που όταν μιλάνε το βουλώνεις, τεντώνεις αυτιά ν’ ακούσεις τι έχουν να σου μεταδώσουν.
Και το βουλώνεις όχι επειδή το ζήτησαν, μα επειδή το κέρδισαν μαζί με το σεβασμό σου.
Αυτές τις γυναίκες, αν τις συναντήσεις ποτέ στο δρόμο σου, κέρασέ τις ένα ποτηράκι κι άσ’ τις να σε μαγέψουν.
Θα τις καταλάβεις.
Έχουν θλίψη και μεγαλείο στο βλέμμα.
Και στις πλάτες τους, γκρεμό.