Αν με ρωτούσες να σου πω τα πιο όμορφα πράγματα που έχω δει στη ζωή μου, θα σου έλεγα πως είναι μια ελιά, ένα σημάδι σε σχήμα καρδιάς, κάτι αχτένιστα κόκκινα φουντωτά μαλλιά και μια μεγάλη μύτη.
Τα ίδια χαρακτηριστικά που μπορεί αν τύχει και τα δεις σε κάποιον άγνωστο στο δρόμο, να σου φανούν σχεδόν απωθητικά.
Μα στους δικούς σου ανθρώπους, στα δικά σου υπέροχα παράξενα πλάσματα, είναι οι μικρές μαγικές λεπτομέρειες που τους κάνουν να φαίνονται απροσδόκητα όμορφοι.
Είναι σαν το βλέμμα της μάνας. Εκείνο το βλέμμα που καθρεφτίζεσαι πάνω του, ως το πιο απόλυτα τέλειο ων που έχει γεννήσει αυτός ο κόσμος. Είναι το βλέμμα που σου λέει πως σ’ αγαπάει και γι αυτό γίνεσαι αυτοστιγμεί η έκφανση του πιο ειλικρινούς συναισθήματος.
Πάντα το πίστευα πως η αγάπη ομορφαίνει. Όχι μόνο εσένα που τη νιώθεις, μα και αυτόν που τη λαμβάνει. Είναι ένα πάρε- δώσε αγνότητας, που αποκλείει όλη τη σκοτεινιά και τον αρνητισμό της κακίας. Και πως μπορείς να είσαι άσχημος όταν αγαπάς και αγαπιέσαι;
Δε θα άλλαζα ούτε μια τρίχα από αυτά τα άχαρα φουντωτά μαλλιά. Δε θα γκρίνιαζα ποτέ για τα τεράστια πόδια που δε με αφήνουν να απλωθώ στο κρεβάτι, θα φιλούσα ξανά και ξανά εκείνη τη μικρή ελιά στο δεξί αυτί.
Και δε θα τα άλλαζα γιατί τότε θα άλλαζα τους ίδιους τους ανθρώπους, θα αφαιρούσα ένα κομμάτι της μοναδικότητάς τους, κάνοντάς τους ελάχιστα διαφορετικούς από αυτό που είναι.
Είναι ίσως τα ίδια χαρακτηριστικά που σε τραβάνε να τους ανακαλύψεις εξ αρχής, που σε φέρνουν ένα βήμα πιο κοντά τους, για να καταλήξουν να είναι όλα εκείνα τα κομμάτια που σε δένουν περισσότερο μαζί τους.
Μπορεί ας πούμε να σου φάνηκε αστείο, το παλιό σκισμένο παντελόνι με τα εκατό χρώματα πάνω του, μα τώρα κάθε φορά που το φοράει θυμάσαι εκείνον τον πρώτο σας καφέ που γελάσατε μέχρι να πέσετε κάτω από την καρέκλα.
Δεν ταυτοποιώ το ποιος επίτηδες, γιατί δε μιλάω απαραίτητα για έρωτες. Ψάξε και βάλε εσύ το πρόσωπο που σου ταιριάζει σε κάθε μοναδικό χαρακτηριστικό που αναγνωρίζεις ως όμορφο και χαίρεσαι ίσως κρυφά, που έχεις προλάβει να το δεις εσύ πριν από κάποιον άλλον.
Καμιά φορά θυμώνουμε κι εμείς και λέμε πως μας χαϊδεύουν τα αυτιά, όταν μας αποκαλούν όμορφους μια πραγματικά κακή μέρα, σε βαθμό που ίσως θεωρούμε πως γίνεται σκόπιμα για να μας ανεβάσουν τη διάθεση.
Μα είναι απλά το πως μοιάζουμε στα δικά τους μάτια, γιατί δεν είμαστε κουρασμένοι άυπνοι με κακοφτιαγμένο μαλλί και μεγάλη κοιλιά, μα οι υπέροχοι άνθρωποι που κλαίνε, γελάνε και γκρινιάζουν μαζί τους, που είναι εκεί και θέλουν να μείνουν.
Η αγάπη δεν έχει ίχνος ασχήμιας μέσα της. Είναι σε κείνη τη σκισμένη μπλούζα, στους καμπουριασμένους ώμους, στα εξωπραγματικά μακριά χέρια.
Γιατί αν το σκεφτείς, υπάρχουν καλύτερα χέρια για αγκαλιές;