Ήταν το τέλειο ζευγάρι.
Άλλωστε όλοι στην γειτονιά είχαν να το λένε.
Και η γειτονιά δε λέει ποτέ ψέματα.
Αυστηρός και αμείλικτος κριτής βαθμολογούσε με δεκάρια το γάμο της Νεφέλης.
Γάμος από παθιασμένο και βίαιο έρωτα, που μετρούσε μόλις δυο μήνες πριν περαστεί το μονόπετρο στα κρινοδάχτυλα της.
Δυο μήνες που σε κανέναν δεν φάνηκαν ανησυχητικά μικρό διάστημα, καθώς ο Πέτρος ήταν περιζήτητος εργένης στην πόλη της Άνδρου.
Δυο μέτρα άντρας, γεροδεμένος με λεπτά χαρακτηριστικά και καταπράσινα υπέροχα μάτια.
Λιγομίλητος και ανεπαίσθητα μελαγχολικός, περπατούσε πάντα από τον δρόμο και ποτέ από το πεζοδρόμιο.
Διαβασμένος άνθρωπος, με λέγειν και απόψεις φλογερές.
Καλώς τον δάσκαλο,του φώναζε ο κυρ’ Ανέστης κάθε που διάβαινε την πόρτα του μικρού γωνιακού καφενείου και τον τράταρε ένα ποτηράκι ούζο.
Και το αγαπούσε πολύ το ούζο ο Πέτρος.
Το σεριάνιζε με τις ώρες μέσα από καπνούς, πολιτική και θαλασσινούς μεζέδες.
Με την Νεφέλη γνωρίστηκαν ένα πρωινό στην αγορά του λιμανιού.
Πέρασε ξυστά από δίπλα του και μύρισε ο κόσμος λεβάντα και μενεξέδες.
Την είδε.
Την πόθησε.
Την απέκτησε.
Τόσο απλά ήταν τα πράγματα για τον Πέτρο.
Κι εκείνη, έτσι ασμίλευτη και μεταξένια όπως ήταν, παραδόθηκε σαν σχολιαρούδι στο άγγιγμα του.
Τον ερωτεύτηκε τυφλά υποσχόμενη να τον ακολουθήσει πιστά και καρτερικά σε μια ζωή κοινή και όμορφη.
Η τέλεια σχέση.
Σπίτι με αυλή και μαρμάρινα πατώματα, φορέματα ακριβά και γλυκά κάθε λογής στα ντουλάπια της κουζίνας.
Ζωή πριγκιπική με την Νεφέλη σαν μια άλλη Πηνελόπη, κλεισμένη σε τέσσερις χρυσούς τοίχους, να περιμένει τα βράδια τον άντρα της, να τον γεμίσει φιλιά και τριαντάφυλλο.
Αντί γιαυτό ο Πέτρος γυρνούσε σπίτι σκοτεινός και άδειος, με την μυρωδιά του ούζου να ξεχύνεται από τα τσαλακωμένα του ρούχα.
Μα τα αρώματα, όταν μπερδεύονται παύουν να μυρίζουν άνοιξη, και μένει μόνο μια βαριά οσμή λιβανωτού να ρυπαίνει την όσφρηση.
Και το αλκοόλ με την λεβάντα ήταν μυρωδιές αταίριαστες, που άφηναν κλειστές τις πόρτες σε χωριστές πια κρεβατοκάμαρες.
Καμιά φορά πνιγόταν και ήθελε κάπου να μιλήσει, να συζητήσεις με τις κυράτσες της γειτονιάς που την παίνευαν για την χρυσή της τύχη.
Μα δεν μιλούσε. Δεν έβγαζε άχνα γιατί αυτό συμβούλευε και η σοφή της μητέρα, κλείνοντας της το στόμα με τα γερασμένα της χέρια.
«Σώπαινε. Σώπαινε και γύρνα σπίτι σου. Να μην σε βρει ο άντρας σου να λείπεις. Γυναίκα είσαι. Αυτός είναι ο ρόλος σου.»
Οι μέρες περνούσαν, οι νύχτες βάραιναν και η Νεφέλη γερνούσε όλο και περισσότερο, σε μια συνήθεια που έτρεμε να δείξει πως δεν άντεχε πια.
«Θέλω να δουλέψω», του σφύριξε ένα βράδυ, μαζεύοντας όση δύναμη της είχε απομείνει.
Εκείνος, ακίνητος στην καρέκλα του, για άλλη μια φορά μεθυσμένος, κατά πάσα πιθανότητα ούτε καν την άκουσε.
«Πέτρο, αγάπη μου άκουσε με.»
Έκανε ένα δειλό βήμα κοντά του, και ύστερα άλλο ένα πιο θαρραλέο.
«Θέλω κάπως να συνεισφέρω, να κάνω κάτι να φανώ κι εγώ λίγο χρήσιμη. Ξέρω να ράβω και να κεντάω και ίσως θα μπορούσα..», δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.
«Πάψε», προσπάθησε να την επαναφέρει στην τάξη, με αυστηρή φωνή.
«Μα γιατί άκουσε με… όλη μέρα κλεισμένη εδώ μέσα, είμαι μόνη μου. Τόσο μόνη. Πέτρο μ’ακούς;»
Ξαφνικά ένιωσε θαρραλέα. Θα διεκδικούσε αυτό που ήθελε μέχρι τέλους.
Εκείνος, ατάραχος, σηκώθηκε αργά από την καρέκλα και την πλησίασε.
Τα μάτια του, θολωμένα απ’το ποτό και το ξενύχτι.
Το χέρι του σηκώθηκε και με μια απότομη κίνηση προσγειώθηκε στο πρόσωπο της.
Η δύναμη ήταν τόση που την έριξε στο πάτωμα.
«Σου είπα να πάψεις! Τι πρέπει να κάνει κάποιος για να το βουλώσεις επιτέλους;»
Την άφησε εκεί πεταμένη στο περσικό τους χαλί, κλείνοντας με θόρυβο πίσω του την πόρτα την κρεβατοκάμαρας.
Αυτή ήταν μόνο η αρχή.
Τα επόμενα πρωινά, στην πόρτα της κρεβατοκάμαράς της, έβρισκε λουλούδια.
Λουλούδια και σημειώματα.
«Παραφέρθηκα αγάπη μου, Συγχώρεσε με.»
Όπως ήταν αναμενόμενο όμως, δεν παραφέρθηκε μόνο μία.
Τα ψέματα πολλά και ευφάνταστα.
Έπεσε από τις σκάλες, γλίστρησε στην προκυμαία, κάπου παραπάτησε.
Τον είχε μάθει καλά το ρόλο της.
Και σώπαινε, όσο ακόμη άντεχε.
Κάποια στιγμή, αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα.
«Θέλω να μιλήσουμε», του είπε.
«Τα ‘παμε και χθες. Περνάω δύσκολη φάση. Μην το κάνεις θέμα κι εσύ. Σ’αγαπάω και το ξέρεις.»
Σαν βρισιά της ακούστηκε. Χυδαία.
«Διαζύγιο Πέτρο. Θέλω διαζύγιο.»
Πάγωσε. Αγρίεψε και πετάχτηκε στην πλευρά της.
Εκείνη ήταν ήρεμη. Το περίμενε. Έσφιξε τις γροθιές της στο χτύπημα που ήξερε πως θα έρθει.
Μα αντί γιαυτό εκείνος ούρλιαξε θολωμένος.
«Αν κάνεις να φύγεις, σε σκότωσα.»
«Κάν’το! Έτσι κι αλλιώς έχω πεθάνει από καιρό.»
Εκείνος για πρώτη φορά αντιμέτωπος με την πραγματικότητα ένιωσε τον κόσμο του να διαλύεται.
Φώναζε και έβριζε για την αχαριστία της, έσπαγε ένα ένα τα κρυστάλλινα ποτήρια, σε μια συμφωνία παροξυσμού.
«Μην τολμήσεις να με πλησιάσεις!» , ούρλιαζε η Νεφέλη όταν εκείνος έτρεχε για άλλη μια φορά κατά πάνω της, να της επιβάλλει την άρρωστη αγάπη του.
Ακούστηκε ένας κρότος.
Και μετά σιωπή.
Το επόμενο πρωί την βρήκαν να ακουμπάει στο παράθυρο, με τα χέρια της αφημένα, έτοιμα να στερηθούν την ελευθερία τους.
Δίπλα της ένα μικρό ασημένιο πιστόλι, κρυμμένο τόσο καιρό κάτω από το στρώμα της, περίμενε την κατάλληλη στιγμή.
Ούτε πονούσε, ούτε έκλαιγε.
Ήταν επιτέλους ελεύθερη.
«Γιατί κοριτσάκι μου;» σπάραξε η μητέρα της στην θέα του νεκρού Πέτρου.
«Σώπασε Μητέρα. Σώπασε και γύρνα σπίτι.»
Η γειτονιά, έπεσε από τα σύννεφα.