Ήταν ένα βράδυ, από κείνα που δεν σε χωράει το σπίτι σου και φλερτάρεις πότε με την κούραση και πότε με την κατάθλιψη.
Ο αέρας μύριζε υγρασιά και κακής ποιότητας μπύρα.
Γι’ άλλη μια φορά είχα πάρει τους δρόμους, κρύωνα, πεινούσα και κάτι μου έφταιγε.
Εκείνος μόνιμο ντουέτο, παρέα συνεπής, σε κάθε μεγάλη μου κρίση.
Του γκρίνιαζα δίχως έλεος κι απλά με υπέμενε, προχωρώντας δίπλα μου.
Όλα έδειχναν πως θα ήταν μια νύχτα χωρίς εκπλήξεις, όταν ένας άντρας καρφώθηκε στο βλέμμα μου.
Μια ανθρώπινη μάζα παρατημένη στην γωνία που οδηγούσε στα Λαδάδικα.
Κουλουριασμένος στην άκρη του πεζοδρομίου, μου φάνηκε πως έκλαιγε.
Τον προσπερνούσαν οι πολλοί, αδιαφορώντας επιδεικτικά για την ημιθανή του κατάσταση.
Πρεζόνι ήταν, δεν άξιζε την στοργικότητα κανενός.
Η αχαλίνωτη περιέργειά μου με τράβηξε κοντά του σαν μαγνήτης. Το ντουέτο μου, ακολούθησε μηχανικά.
Εκείνος με πήρε είδηση, κι έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί.
«Χρειάζεσαι κάτι, θέλεις λίγο νερό»; Ήταν οι λέξεις κλειδιά.
Σήκωσε το βλέμμα του και μας κοίταξε.
«Κάποιον να μιλήσω», ψιθύρισε.
Καθίσαμε δίπλα του, στρίψαμε τσιγάρο και περιμέναμε.
Ο Νίκος, 31 ετών, ήταν χρόνια οροθετικός με πατέρα στα αζήτητα και μητέρα που έφυγε από την ζωή όταν ήταν στην εφηβεία.
Τότε ήταν που το έριξε στα ναρκωτικά.
Πρέζα και βρώμικες σύριγγες, που οδήγησαν σε ληστείες από απελπισία και φυλακή.
Μετά ήρθε ο δρόμος.
Οι προσπάθειες γι’ απεξάρτηση, μια βουτιά στο κενό.
Βλέπεις η μοναξιά γλυκαίνει με την ζαλάδα ενός τρυπήματος.
Και μιλάμε για πολλή μοναξιά.
Τον ρωτήσαμε αν είχε κάποιον που να μπορούσε να βασιστεί, έναν άνθρωπο ν’ αποκαλεί δικό του.
Κάτι μουρμούρισε για ένα θείο που σταμάτησε να ασχολείται μετά τις δύο αποτυχημένες του προσπάθειες γι’ απεξάρτηση.
Μετά έκλαψε.
Έκλαψε πολύ να ξεπλυθεί η ντροπή, να μπαλώσουν με τα δάκρυα τα κενά μιας ζωής που πήγαινε στο διάολο.
Έγειρα ενστικτωδώς προς το μέρος του, να του χαρίσω δυο χέρια να στηρίξει τα δικά του.
Στην αρχή τρόμαξε που τόλμησα να πλησιάσω. Δεν ήταν συνηθισμένος στην ανθρώπινη επαφή.
Τραβήχτηκε σαν τον λεπρό που ήξερε να κρατάει την απόσταση που όριζε ο φόβος.
Εγώ επέμεινα.
Χύθηκε στην αγκαλιά μου σαν μωρό παιδί. Ένας άντρας που γνώριζα μόλις δέκα λεπτά, με είχε αφήσει να μπω στα βαθιά του σκοτάδια.
Όταν πια άδειασε από ό,τι τον έτρωγε, γαλήνεψε.
Τα μάτια του πεντακάθαρα, γυμνά απ΄την θολούρα της ηρωίνης έφταναν μέχρι το πληγωμένο του μέσα.
Δεν ζήτησε λεφτά. Δεν ζήτησε τίποτα.
Ήθελε μόνο να μιλήσει.
Τον βοηθήσαμε να περπατήσει μέχρι την κοντινότερη στάση, χωρίς άλλες κουβέντες.
Ρώτησε τα ονόματά μας, και υποσχέθηκε πως δεν θα ξεχάσει.
«Τελικά υπάρχουν κι άνθρωποι», είπε και μας χάρισε ένα χαμόγελο από καρδιάς.
«Θα καθαρίσεις, μου το υπόσχεσαι»;
Έγνεψε γεμάτος ευγνωμοσύνη και χάθηκε μέσα στο τσιμέντο της Εγνατίας.
Δεν τον ξαναείδα ποτέ, ούτε συζήτησα γι’ αυτή την ιστορία.
Χάθηκε στην ρουτίνα μου, με μια κρυφή ελπίδα πως κατάφερε και γύρισε τούμπα όλα όσα του στέρησε η ζωή.
Ένα βράδυ μετά από καιρό, σ’ ένα μαγαζί μια ανάσα απ’τα Λαδάδικα, έπαιξε ένα τραγούδι που μιλούσε για τα παιδιά των δρόμων.
Το μόνιμο ντουέτο μου και πάλι εκεί, σήκωσε το ποτήρι του και μου χαμογέλασε.
«Στο Νίκο;», με κοίταξε κουνώντας το ποτό του.
«Στο Νίκο», απάντησα και τραγουδήσαμε δυνατά κάθε στίχο.
(αφιερωμένο με την ελπίδα να είναι καλά, καθαρός, ευτυχισμένος).