Έμπνευση τι σου δημιουργεί, μπορείς να το απαντήσεις τώρα στα καπάκια; Το φως. Το σκοτάδι σίγουρα, αφού ως αντίθετοι πόλοι φέρνουν ίσης δύναμης ερέθισμα. Ο έρωτας; Μα φυσικά, ωδές ωδών για τον άτιμο τον έρωτα που μας έχει φάει την ψυχή, άξια μεν, την έφαγε δε. Από την άλλη είναι η χαρά κι ο πόνος, τόσο κλισέ λέξεις κι αυτό γιατί αν πας να τις ονομάσεις πιο ευφάνταστα είναι σαν να χάνουν κάτι από τον ορισμό τους. Δύναμη, όχι αστεία. Μια λίστα τεσσάρων χιλιομέτρων και τριών μέτρων θα μπορούσε να έχει γραφτεί και πάλι στην αρχή θα ήμασταν. Μα σήμερα, η έμπνευση έχει ένα όνομα κι αυτό τόσο ισχυρό που στέκεται εντός σου και σε διαμορφώνει, μα σιγά-σιγά, γιατί έτσι κάνουν όλα όσα ήρθαν για να μείνουν.
Απογοήτευση. Όχι για τον γκόμενο που έφυγε, αν έφυγε, όχι για το μάθημα που κόπηκες, όχι για τα κιλά που έχασες και ξαναπήρες. Αυτή η άτιμη η ακίδα που έχει μπει στο δάχτυλο και δε σ’ αφήνει να πιάσεις ούτε ποτήρι, ακούει στο όνομα φιλία. Λέμε τώρα, γιατί κι αυτό ένα γαμημένο κλισέ είναι σαν την κυρά-χαρά και τον κυρ-πόνο που σιχάθηκες και να τις λες πια, τόσο που ακούγονται. Θες να διαφέρεις, να πεις κάτι βαρυσήμαντο και ουσιαστικό, μα καταλήγεις να ψάχνεσαι να βρεις κάτι μεγαλύτερο και δε βρίσκει το ρημάδι το μυαλό έννοια ισχυρότερη. Φιλία απ’ το φιλώ που σημαίνει αγαπώ. Άκου τώρα.
Αρά οι «αγαπητοί» μας φίλοι, έτσι ορίζονται, γιατί ακόμα και ετυμολογικά κατάφερε η γλώσσα η αχαρακτήριστη -γιατί είναι και μεσημέρι και δε βρίζουμε- να τους χώσει στην ανώτατη βαθμίδα, να μην μπορείς καν να αμφισβητήσεις τη σημαντικότητά τους. Και πας και τα συνδυάζεις απογοήτευση και φιλία, φτιάχνοντας ένα μοναδικό κοκτέιλ απελπισίας. Και ερωτώ, λοιπόν μετά από μια μακροσκελή και δη αλλόκοτη εισαγωγή. Πού είναι όλοι αυτοί οι «αγαπητοί» τώρα που μεγαλώσαμε;
Πού είναι όλες εκείνες οι υποσχέσεις αιώνιας πίστης και τα χοντρά λόγια που τώρα φαίνονται πιο αστεία κι από ολόκληρη την έννοια της κωμωδίας αν την πάρεις από την αρχή μέχρι το τέλος; Πού στο (βάλε εδώ ένα κατάλληλο ουσιαστικό) είναι όλα εκείνα τα πιώματα και τα βράδια που βγάζατε τα εσώψυχά σας, πού πήγαν οι εξομολογήσεις, οι υποσχέσεις βοήθειας, όλα τα «ευχαριστώ» και τα «δεν τα παρατάω;».
Όχι, δεν κατάλαβες, δεν είναι ρητορικό. Θέλω να μάθω. Απαιτώ. Πού σκατά πήγε το «δεν τα παρατάω;». Ας βγει κάποιος να απαντήσει υπεύθυνα, να ξέρουμε κι εμείς τι να περιμένουμε. Είναι και το άλλο, που την τρως μια, δυο, σαρανταοχτώ και λες οκ, το ‘χω, έχω μάθει πια, δεν την ξαναπατάω. Και πας μετά και τρως τη φόλα την ξεγυρισμένη γιατί θεώρησες ηλίθιε, (με συγχωρείς), πως δεν πρόκειται να σου ξανασυμβεί. Μεγάλωσες άλλωστε, έμαθες.
Αυτό είναι όμως το θέμα. Όταν όταν θα πας και θα φας τη φόλα από τον «αγαπητό σου φίλο» και το εργάκι θα ξαναπαιχτεί υποχρεώνοντάς σε να το δεις, θες δε θες, δεν υπάρχει πια θυμός, δεν υπάρχει πια η τρέλα η εφηβική που νιώθεις λες και σε πρόδωσε το άλλο σου μισό. Είναι όμως κάτι πιο βαθύ κάτι ιερό, κάτι που όταν ακούς τη ρωγμή να δημιουργείται εντός σου δεν το πιστεύεις ούτε εσύ ο ίδιος ότι θα μπορούσε να σε διαλύει τόσο άμεσα, τόσο εύκολα, τόσο βίαια. Γιατί οι φίλοι που έκανες μεγαλύτερος, ήταν οι φίλοι οι συνειδητοί, εκείνοι που δεν επέλεξες ούτε λόγω συνθηκών, ούτε λόγω μοναξιάς, ούτε γιατί δεν είχε τίποτ’ άλλο η τηλεόραση. Ήταν εκείνα τα άτομα που συνδέθηκες, που βρήκες νόημα και ουσία να προσπαθήσεις, που θέλησες να πεις «ορίστε» και το εννόησες.
Πού είναι λοιπόν όλες αυτές οι συνειδητές σου επιλογές; Καλά τα κατάφερες και πάλι. Και τώρα δεν μπορείς να φωνάξεις, δεν μπορείς να βρίσεις, δεν έχει μείνει άλλο τίποτα παρά μια τεράστια, χαώδης μοναξιά που συνοδεύεται από τη δική σου προσωπική επιτυχία ή εξέλιξη που όμως, σαν να μίκρυνε ξαφνικά. Γιατί η ζωή, όταν δε μοιράζεται μικραίνει και το πιο επίπονο είναι να συνειδητοποιήσεις πως η δική σου χωράει πια στη χούφτα σου, αφού ένας-ένας, όσοι δεν τους ήσουν πια χρήσιμος, την έκαναν με ελαφρά για πιο φουσκωμένες και πολύχρωμες ζωές. Κι όσα λόγια και ν’ ακούσεις, όσα και να καταπιείς γιατί μεγάλωσες πια για κατινιές και ξεσπάσματα, τη γλώσσα σου θα καίει πάντα ένα γαμημένο γιατί που μάλλον δε θα απαντηθεί και ποτέ.
Και τελικά, μένεις με εκείνη την ανάμνηση, σε κάποιο πάτωμα ή μπαλκόνι, να ρωτάς ένα «είσαι καλά;» και να θέλεις όντως να μάθεις, χωρίς καν να ξέρεις γιατί. Έτσι φτιάχνονται οι φιλίες. Κι έτσι χαλάνε. Όταν το αν ο άλλος είναι καλά γίνεται μια πληροφορία σε μια οθόνη (κι αν), αντί για δυο μάτια που κοιτάζουν δυο άλλα μάτια. Και ερωτώ, κλείνοντας αυτό το τρελό μελόδραμα.
Είσαι, άραγε, καλά;