Νομίζω πως κάθε κατάθεση ψυχής που έχει συμβεί στην ανθρωπότητα, απ’ τα γεννοφάσκια της μέχρι και σήμερα, έχει προκύψει είτε από τρελό έρωτα είτε από μεγάλη φόλα που έχεις φάει κι έχεις πληγωθεί περισσότερο κι απ’ την ημέρα που πέθανε ο Μουφάσα.
Όταν δε, καταλήξεις να κάνεις κρυόκωλα και παιδαριώδη αστεία -βλέπε παραπάνω- τότε σίγουρα έχεις γαμηθεί συναισθηματικά κι ελπίζεις κανένας να μην το πάρει χαμπάρι. Σήμερα, λοιπόν, ούσα καθόλου πληγωμένη και μια χαρά, ίσως και δύο μη σου πω, συνειδητοποίησα κάτι πολύ σημαντικό για τον πιο τρελό έρωτα που μπορεί να ζήσει άνθρωπος, τη φιλία.
Καταλαβαίνεις τι είδους φιλία είχες με κάποιον, όχι όσο διαρκεί, αλλά με τον τρόπο που θα τελειώσει -αν κι εφόσον τελειώσει. Γιατί κακά τα ψέματα, δεν είμαστε πια στο γυμνάσιο, να υποκρινόμαστε πως υπάρχει αιωνιότητα στα πράγματα, όταν μια ζωή όλα ρέουν γρήγορα κι αλλάζουν συνεχώς. Ναι, μπορεί να τελειώσει η φιλία, να λήξει, να σταματήσει είτε επειδή φταίει ο ένας, είτε κι οι δύο, είτε και κανένας εν τέλει. Αλλά αυτές οι τελευταίες στιγμές, οι τελευταίες λέξεις, είναι που μπορούν να σου γαμήσουν ολόκληρο το είναι μέσα σε τρία δευτερόλεπτα. Κι αυτό είναι που πονάει περισσότερο.
Ξέρεις, δε με πείραξε ούτε που τελείωσε, ούτε που χαθήκαμε, ούτε που απλά έσβησες τα ίχνη σου. Ναι, κάνω κατάθεση, όσοι βαριέστε κάνετε λίγη υπομονή, το γενικεύω εντός παραγράφου. Δε με πείραξε ούτε το παγωμένο σου βλέμμα όταν βρεθήκαμε μετά από καιρό τυχαία, ούτε που δε μου έστειλες ποτέ να δεις τι κάνω, ούτε καν όταν έμαθα πως ορκίζεσαι και δεν ήμουν εκεί να σε δω, να σε καμαρώσω. Και ξέρεις γιατί; Γιατί σε θαύμαζα.
Θαύμαζα τον τρόπο που εμείς οι δυο επικοινωνούσαμε, θαύμαζα που συνειδητοποιούσα ότι τελικά υπάρχει αγνή κι αληθινή αγάπη, που είχα, ρε πούστη, έναν άνθρωπο που αν μου ζητούσε να θάψω το πτώμα που μόλις σκότωσε, θα το έκανα χωρίς καν να ρωτήσω γιατί. Και τώρα γενικεύω και πάλι, συντονιστείτε μαζί μου.
Που λες, το πιο τρομακτικό στη φιλία, λήγουσα ή μη, είναι η σφαλιάρα που τρως απ’ την πραγματικότητα, ενώ εσύ είσαι σε πλήρη άγνοια. Κι εκεί καταλήγω. Όταν λοιπόν νομίζεις εσύ, ω αφελή ηλίθιε, πως κάτι τελείωσε όχι από κακία, όχι από πείσμα ούτε πουστιά, αλλά επειδή όσο κι αν αγαπιόσασταν, θέλατε διαφορετικά πράγματα κι η ζωή σας οδήγησε αλλού. Και ναι, μπορεί να ακούγεται τέρμα ερωτικό αυτό που λέω, αλλά, φίλε, αυτό είναι ο ορισμός της φιλίας. Να μπορείς να δεχτείς πως ο άλλος απλά χάθηκε, όχι επειδή δεν του κάνεις, αλλά επειδή δεν είμαστε καρέκλες να βάζουμε ζακέτα και να λέμε «πιασμένη». Επειδή στη ζωή αλλάζουν τα «θέλω», οι προτεραιότητες, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν τον έχεις τον άλλον ψηλά.
Η ψευδαίσθηση λοιπόν, γιατί λίγο τα χαώνω, έχει να κάνει με το πώς νομίζεις εσύ ότι τελείωσε η σχέση σου με κάποιον και πώς όντως τελείωσε εν αγνοία σου. Κι όταν λοιπόν εσύ, ω αφελή ηλίθιε, νομίζεις πως όσο κι αν πληγωθήκατε, κατέληξε όλη η φιλία να μένει κάτι όμορφο στο χρόνο, ξαφνικά τρως στη μάπα όλη τη χολή και την κακία του κόσμου και μένεις να αναρωτιέσαι μεγαλειωδώς: «Εσύ, ρε μαλακισμένο, πού ήσουν σε όλο αυτό;».
Πού είναι η ευθύνη σου, πού είναι τα λόγια τα μεγάλα κι οι φανφάρες, πού φαίνεται, ρε, ο φίλος; Στο παραπάνω, σε αυτό που ξεφεύγει απ’ τη βολή του, απ’ τη συνήθεια να είναι το θύμα διαρκώς, να θέλει προσοχή και να αποποιείται οποιαδήποτε συμμετοχή. Και μένεις εσύ ως μαλάκας, να αναρωτιέσαι, μόνος σου ήσουν εσύ σε όλο αυτό; Μόνος σου έζησες όλα αυτά τα χρόνια, μόνος σου ακόμα και τώρα έχεις αυτόν τον άνθρωπο στη νούμερο ένα θέση;
Μόνος σου είσαι μαλάκα, γιατί οι άνθρωποι ξεχνάνε, βιάζονται να πουν «τέλος» και να το παίξουν θύματα, ξεχνώντας πως θέλει δύο η δουλειά για να πετύχει και δύο για να χαλάσει. Ξέρεις κάτι, δεν πειράζει. Γιατί, εγώ μέσα μου κι όλοι εμείς οι ηλίθιοι ρομαντικοί, πιστεύουμε πως πιο σημαντικά είναι αυτά που έζησες κι όχι αυτά που φαντάστηκες στο τέλος όταν πια δεν έκανες τίποτα και καθόσουν με τη χολή σου.
Η φιλία φαίνεται απ’ τον τρόπο που τελειώνει. Κι εγώ επιλέγω να σε θυμάμαι όπως σε γνώρισα. Αληθινή κι εύθραυστη. Αν στην πορεία το ξέχασες εσύ, λυπάμαι. Εγώ έδωσα μια υπόσχεση. «Ό, τι κι αν γίνει, όπου κι αν είσαι, να είσαι καλά.»
Αφιερωμένο.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη