Είναι πραγματικά δύσκολο να πάρεις την απόφαση να βγεις με 35 βαθμούς από το σπίτι σου στη Θεσσαλονίκη, να πάρεις το αμάξι, να ανέβεις τους καρόδρομους της Άνω Πόλης και να φτάσεις μετά κόπων και βασάνων στις Συκιές, στις οποίες είναι πιο εύκολο να βρεις σπίτι παρά πάρκινγκ, κι όλα αυτά για να παρακολουθήσεις παράσταση σε ανοιχτό θέατρο, εν μέσω αγώνα euro με τηλεοράσεις να παίζουν στα μπαλκόνια, ακριβώς απέναντι. Άρα, θα πρέπει να αξίζει ο κόπος για να το κάνεις. Χθες, ήταν αυτή ακριβώς η βραδιά.
Είχαμε ακούσει, είχαμε διαβάσει, είχαμε μια ιδέα για το ότι η «άλλη Θήβα» δεν ήρθε στα θεατρικά πράγματα για να παίξει. Ήξερε τι ήθελε να πει, πού απευθύνεται, τι πρεσβεύει. Παρ’ όλα αυτά κι ερχόμενοι από μια απογοητευτική θεατρική σεζόν, δεν είχαμε προσδοκίες (είχαμε λίγες αλλά μην το πείτε πουθενά). Το ότι μπήκαμε άλλοι άνθρωποι, όμως, και βγήκαμε άλλοι, ίσως να τα λέει όλα.
Μπαίνοντας στον χώρο του θεάτρου, το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς είναι η περίφραξη της κυρίως σκηνής με σύρμα (και η προσομοίωση ενός γηπέδου μπάσκετ), για να μοιάζει με την περίφραξη του κλασικού 5χ5 που έχεις στη γειτονιά σου. Με τη διαφορά, ότι είναι λίγο πιο μικρό, ίσα-ίσα για να σου προκαλεί μια αίσθηση εγκλεισμού και δυσφορίας, ή μια ανακούφιση που δεν είσαι μέσα σε αυτό. Ο Δημήτρης ο Καπουράνης, όμως, είναι μέσα σε αυτό ρίχνοντας σουτ, το ένα μετά το άλλο στην μπασκέτα, φορώντας ζακέτα και μακρύ παντελόνι. Κι αυτό, είναι το δεύτερο πράγμα που παρατηρείς, όσο εσύ σκας φορώντας τιραντάκι.
Η παράσταση ξεκινάει πανέξυπνα, χωρίς να είσαι βέβαιος ότι ξεκινάει, με τον έτερο πρωταγωνιστή και ηθοποιό Θάνο Λέκκα, να μιλάει με φωνή που στάζει πραγματικά μέλι κι εξαιρετική άρθρωση (πράγμα το έχεις ανάγκη στο ανοιχτό θέατρο), ως ο Γαλλο-ουρουγουανός κορυφαίος άνθρωπος του θεάτρου Σέρχιο Μπλάνκο, δίνοντάς μας κάποιες πληροφορίες για το πώς εμπνεύστηκε την παράσταση. Μιλάει απλά, οικεία, σου δημιουργεί αυτή την αμυδρή αμφιβολία πως είναι κάποια εισαγωγή, πριν το κυρίως θέμα. Το οποίο κυρίως θέμα, βέβαια, δεν αργεί να έρθει και να σε διαλύσει από την κορυφή ως τα νύχια.
Σπόιλερς δεν κάνουμε, οπότε πάμε με τα βασικά. Τα βασικά είναι ότι η παράσταση, σε μια περίοδο στυγερών γυναικοκτονιών, επιλέγει να ασχοληθεί με το ζήτημα της πατροκτονίας, ενώ ταυτόχρονα, με έναν μαγικό τρόπο, κάνει τη δική του μνεία στην έμφυλη και ενδοοικογενειακή βία. Περπατάει με σεβασμό στα μονοπάτια της ανδρικής ταυτότητας, του παιδικού τραύματος, του φιλοσοφικού ζητήματος που αναρωτιέται αν είμαστε, τελικά, μόνο αυτό που μας συμβαίνει, ή πολλά περισσότερα.
Στη σκηνή, βλέπεις έναν Καπουράνη να ιδρώνει τη φανέλα ως ο πατροκτόνος Μαρτίν και ταυτόχρονα, σε διπλό ρόλο, ως ο ηθοποιός που τον υποδύεται, Φεντερίκο. Ένας Μαρτίν, ο οποίος συναντιέται μέσα στη φυλακή με έναν σκηνοθέτη, τον Μπλάνκο, που ενδιαφέρεται να γράψει ένα θεατρικό έργο βασισμένο στην ιστορία του. Μια ιστορία που μαθαίνουμε σκηνή με τη σκηνή, όσο ταυτόχρονα, γράφεται το κείμενο και γνωρίζονται οι πρωταγωνιστές μας.
Η ροή της παράστασης, μυρίζοντας πότε γιασεμί και πότε ροδοπέταλα, σε παίρνει μαλακά από το χέρι και σε πάει μια βόλτα στο θέατρο μέσα στο θέατρο, βλέποντας μια παράσταση για το πώς φτιάχνεται μια παράσταση. Θα ακούσεις μαλακές, οικείες ερμηνείες, διαλόγους που έχουν μια δροσερή φυσικότητα, περιγραφές που η απλότητά τους σου επιτρέπει να βιώσεις τη βιαιότητα των περιγραφών των γεγονότων. Το ίδιο το κείμενο, σε βάζει μέσα σε βαθιά υπαρξιακά ερωτήματα, μαγειρεύοντας με Ντοστογιέφσκι, Φρόιντ, και τον μύθο του Οιδίποδα, αφήνοντάς σε να παλεύεις με τα ηθικά διλήμματα του «μπορεί αυτός ο άνθρωπος, να αποκαλείται πατέρας;», «τι σημαίνει ακριβώς, το να είσαι πατροκτόνος;», «πότε ξεκινά να διαμορφώνεται μια πατροκτονία;».
Παίρνοντας στοιχεία από αρχαία τραγωδία και παντρεύοντάς τα με το θέατρο-ντοκουμέντο, δυο ηθοποιοί υπό την καθοδήγηση του ταλαντούχου Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, ανθίζουν πάνω στη σκηνή. Βλέπεις και θέατρο και κινηματογράφο μαζί, ενώ ψήνεσαι να ψάξεις από πού προέκυψε τελικά το δικό σου όνομα και πόσο πολύ σπουδαίο είναι να νιώθεις πως έχεις σημασία. Ο Δημήτρης Καπουράνης, προσφέρει απλόχερα τις χίλιες και μία αποχρώσεις του, ενώ σε αφήνει με έναν πνιχτό λυγμό που συγκρατείς, όπως άλλωστε, κάνει κατά κόρον και η αντρική εκφραστικότητα, που πάει να ξεχειλίσει κι όμως, ακόμα και τελευταία στιγμή, κρατάει μια εσωτερικότητα. Μια φιγούρα που κολυμπάει ανάμεσα στον άνθρωπο που ενσαρκώνει έναν ρόλο ενός ανθρώπου που δεν έχει δει ποτέ, κι ενός 20χρονου που ψάχνει να βρει τη θέση του ανάμεσα στην αδικία, την τιμωρία, την έλλειψη αγάπης, τη βία, την ασταμάτητη δίψα του να μαθαίνεις, που τελικά, κατά κάποιο τρόπο, μπορεί να σε ελευθερώσει.
Μια παράσταση που θα κάνεις τεράστιο λάθος να μη δεις, την επόμενη φορά που θα βρεθεί στον δρόμο σου. Μια παράσταση που θα σε κάνει να θέλεις να μιλήσεις γι’ αυτή, να σκεφτείς γι’ αυτή, να γράψεις γι’ αυτή κι εν τέλει, να την αφήσεις απαλά κι ολοκληρωτικά να σε ακουμπήσει, σαν εκείνη την τελευταία αγκαλιά των πρωταγωνιστών.