Μόνος. Πέντε γαμημένα γράμματα όλα κι όλα κι όμως, πώς καταφέρνουν τα άτιμα και σου ορίζουν την ύπαρξη. Σε χρωματίζουν κι εσύ παλεύεις με νύχια και με δόντια να κρατηθείς αγνός, λευκός, να μπορούν οι άνθρωποι να έρθουν να ζωγραφίσουν πάνω σου το τοπίο που φαντάστηκαν σε σένα.
Μα όχι. Όσο κι αν προσπαθήσεις, όσο κι αν λερώσεις τα χέρια σου για να καθαρίσεις τον καμβά σου, πάλι θα καταφέρει η μοναξιά και θα βάλει το χρώμα της παντού. Θα αφήσει κάποιες γωνίες ίσως, μα η καρδιά θα είναι πάντα δική της.
Μόνος. Μόνος με τόσους φίλους και γνωστούς, μόνος με σχέση, μόνος με οικογένεια κι αδέρφια κι αγάπη να σε κλείνει από παντού. Μα αντί να σε προστατεύει, αντί να ηρεμείς κάτω από το πάπλωμά της, εσύ νιώθεις να πνίγεσαι, να ασφυκτιάς μέσα στην τόση θέρμη της, είναι γύρω σου, μέσα σου, πάνω και κάτω σου κι όμως, δεν καταφέρνει να σε αγγίξει ούτε λίγο.
Μόνος. Μόνος στις ήττες, μα περισσότερο στις νίκες, γιατί κανένας ποτέ δε θέλησε δίπλα του κάποιον νικητή, εκτός από τον εαυτό του. Τι, σε θίγει; Έλα τώρα, το ξέρεις πως όλοι μέσα μας κρύβουμε ένα σάπιο κομμάτι. Το χαντακώνουμε βέβαια καλά, το παίζουμε αριστεροί και φιλελέ, διαβάζουμε ποίηση και λογοτεχνία, γράφουμε για την αγάπη και δίνουμε ψιλά στους μουσικούς του δρόμου. Μα η τρύπα εκεί, αλώβητη, ούτε λίγο δεν πάει να κλείσει. Ο πόνος δεν υπάρχει πια, τον έχεις συνηθίσει, όπως και τόσους και τόσους άλλους, που ήρθαν κι έφτιαξαν μέσα σου ένα τεράστιο κενό.
Δε θέλεις να το πεις παραέξω, θα σε πουν εγωιστή και μαλάκα, κοίτα πόσα έχεις κι εσύ κάθεσαι και κλαίγεσαι. Δεν ξέρεις από μοναξιά, έτσι θα σου πουν, γιατί για να είσαι μόνος πρέπει να είσαι στο δρόμο, πρέπει να πονάς, πρέπει να σ’ έχουν παρατήσει και να μη μιλάει άνθρωπος δίπλα σου τη γλώσσα σου. Υπάρχει συνταγή χαζέ, δε γίνεται να παίρνεις τη δόξα έτσι απλά. Κι όμως, καίγεσαι.
Μόνος. Και κάθε μέρα λες πως αύριο θα είναι καλύτερα. Θα κοιμηθείς σωστά, θα φας καλύτερα, δε θα φωνάξεις και δε θα βρίσεις στο φανάρι. Αύριο λες, θα πιστέψεις πιο πολύ στον εαυτό σου, κρατώντας μια μετριοπάθεια που αρμόζει στη σοβαροφάνειά σου. Τι όμορφα που καίγονται τα σχέδιά σου κάθε βράδυ δίπλα στο κομοδίνο σου. Κάθε μέρα λες πως αύριο θα είναι μια καλύτερη και κάθε βράδυ δε θέλεις να ξημερώσει.
Δεν είναι ότι δεν αγαπάς τον εαυτό σου, ή τη ζωή, ή όλα εκείνα τα ευχάριστα που ακούς και βλέπεις σε βιντεάκια και σεμινάρια εμψύχωσης από άλλους μόνους που πασχίζουν να κλείσουν τις τρύπες τους με αέρα κοπανιστό. Όχι, δεν είναι αυτό. Είναι ότι δεν ξέρεις πια πώς στο καλό να είσαι ευτυχισμένος. Ακόμα και το γέλιο σου έχει πια ένα μοτίβο, ξέρεις πότε πρέπει να γελάσεις δυνατά, πότε ευγενικά και πότε με το ζόρι. Το προβλέπεις, το προγραμματίζεις κι απλά το τρέχεις όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή. Μηχανάκια παραγωγής αγάπης και μάλιστα με έκπτωση -50%.
Μόνος. Να κοιτάς τους άδειους σου τοίχους, να σκανάρεις μια οθόνη, να τρως τα ίδια, να γαμιέσαι με τον ίδιο τρόπο κάθε βράδυ, την ίδια ώρα. Να μιλάς και να πέφτει η φωνή σου στο κενό. Και κάπου κάπου, όταν για λίγο καταφέρνεις κι αναπνέεις κανονικά, κοιτάς στο παράθυρο τη νύχτα και σκέφτεσαι: Αφού ρε γαμώτο υπάρχουν τόσοι μόνοι, γιατί υπάρχουν τόσοι μόνοι;