Έτσι όπως στα λέω. Λιτά και περιεκτικά. Ξέρεις πόσο υπέροχα γεμίζει το στόμα σου ένα αξιοπρεπές και τούμπανο γαμωσταυρίδι; Εσύ νομίζεις τώρα, ότι τα γράφω μεταξύ σοβαρού κι αστείου, αλλά καθόλου αστείο δεν είναι το θέμα. Το εννοώ. Καμιά φορά, το θέλει το βρισίδι του ο άνθρωπος, να έρθει λίγο και να επανέλθει στην πραγματικότητα, η οποία δηλώνει πόσο πολύ έξαλλο σε έχει κάνει.

Δε γίνεται να είναι ο άλλος τόσο πέρα βρέχει, να μην ομιλεί την ελληνική οριακά απ’ τις ασυναρτησίες, να νομίζεις εσύ, καημένε, ότι μιλάς με το μπετό απ’ το γιαπί απέναντι και ταυτόχρονα να είσαι η πριγκίπισσα του Μονακό που χαιρετάει αμέριμνη τα πλήθη. Θα βρίσεις, θα ξεσπάσεις, να το ευχαριστηθεί η ψυχούλα σου, να εκτονωθεί η ένταση μέσα σου. Πήξαμε στον πολιτισμό και τις και καλά αβρότητες. Πιο βίαιες, πιο ανήθικες είναι οι τυπικούρες, μάτια μου, όταν μέσα σου γίνεται η κόλαση του Δάντη.

Θα πληγωθεί, σκέφτεσαι, γελάει και το στιλό μου. Ποιος θα πληγωθεί; Αυτός που δεν αντιλαμβάνεται πόσο έχει ξεπεράσει τα όρια; Γιατί δε λέμε να σου φέρει ο ντελιβεράς λάθος παραγγελία και να πάρεις εσύ πίσω να καντιλιάσεις το μαγαζί επειδή έβαλε μουστάρδα. Δηλαδή, σκέψου το. «Μαλάκας είσαι; Αφού κάθε φορά βάζω μαγιονέζα».

Μιλάμε για εκείνες τις στιγμές που ή θα βρίσεις, ή θα αρχίσουν τα νεύρα στο κεφάλι σου να πετάγονται ένα-ένα σαν βεγγαλικά στους τοίχους. Σκέψου αρχικά πως όλες οι βρισιές έχουν απολαυστικές συλλαβές, φωνήεντα, εύηχα γεμάτα σύμφωνα. Άκου τώρα λέξη: «Μαλάκας.» Την λες και γεμίζει το στόμα σου, ικανοποιείσαι, ρε παιδί μου.

Γι’ αυτό σου λέω, βρίσε λίγο, μια ζωή την έχουμε κι είναι πολύ μικρή για να κάθεσαι και να σκας, χωρίς να εκτονώνεσαι. Υπάρχουν βέβαια κι οι πιο ελαφριές, αυτές είναι για τους πρωτάρηδες, αυτούς που λίγο δε θέλουν και να εκτεθούν. Βρίσε, παιδί μου, με την ψυχή σου, να το ευχαριστηθείς, να το νιώσεις στο πετσί σου. Η πολλή ευγένεια είναι γι’ αυτούς που θα μπορέσουν και να την αντιληφθούν κι ίσως, την εκτιμήσουν κιόλας. Αυτό είναι το δεύτερο επίπεδο.

Αλλά την επόμενη φορά που κάποιος θα σε μειώσει, θα πιεστείς, θα νιώσεις ότι είσαι κοντά στην υστερία απ’ τα νεύρα, ε, ρίξε ένα μπινελίκι. Το σύμπαν συγχωρεί. Άνθρωποι είμαστε, όχι ρομποτάκια κι αυτές οι πολιτικά ορθές μπαρούφες έχουν αρχίσει κι εδραιώνονται τόσο που ξεχάσαμε και τα σημαντικά. Δεν είμαστε δίκαιοι κι ευγενικοί, είμαστε εύθικτοι και ντίβες, δε δεχόμαστε μύγα στο σπαθί μας και μιλάμε με το γάντι.

Όπως όμως αξίζει να πεις σ’ αυτόν που σου χει φάει την καρδιά ότι τον γουστάρεις, έτσι αξίζει και να του πεις, αν στην σακατέψει, να πάει να γαμηθεί. Απλά και όμορφα. Το καλό, ξέρεις, μ’αυτές τις λέξεις, είναι ότι είναι όμορφες από μόνες τους. Δε χρειάζονται στολίδια.

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου