Σήκω. Το ξέρω είναι αργά, το ξέρω πως τα πόδια σου δε σε βαστούν από τη δουλειά. Μα σήκω, σε παρακαλώ. Δε μας χωρούν οι τοίχοι πια. Το ξέρω πως ακούς, όπως κι εγώ, αυτό το σιγανό απόκοσμο θρόισμα. Ήταν στα δυο χιλιόμετρα, έφτασε στα πέντε μέτρα. Και πια είναι τόσο κοντά που ζεσταίνει το δεξί σου χέρι. Εκείνο που έχει το σημάδι από πέρυσι που πήγαμε στη Σκόπελο γιατί το έβαλες εμπόδιο μπροστά στο μηχανάκι όταν έγειρε. Το έκανες για να μη χτυπήσω εγώ κι ας έσπαγες και κόκαλο.
Κι αυτό το χέρι τώρα καίγεται, το ακουμπά το σιγανό κόκκινο φορτίο της γης. Σήκω σου λέω, δεν το δέχομαι να καεί ούτε τρίχα. Άσε το σπίτι, τοίχοι είναι μόνο. Τοίχοι που ερωτευτήκαμε, που παίξαμε μονόπολι και μαγειρέψαμε μακαρονάδα με κόκκινη σάλτσα και τόνο τις Κυριακές. Τοίχοι είναι μόνο, που τους βάψαμε με τα χέρια μας και κρεμάσαμε εκείνο το μικρό καδράκι στο στραβό καρφί που του έδινε πάντα μια κλίση. Γελάσαμε τόσο πολύ εκείνη τη μέρα. Τοίχοι είναι μόνο κι ένα χαλί παλιό, δώρο από τη μαμά μου- πόσο το μισούσες θυμάσαι;- μα το κρατήσαμε για χάρη μου κι έγινε πια δικό μας. Τοίχοι είναι μόνο που πάνω τους στηρίζονται φωτογραφίες, μια με τη γιαγιά σου και με τ’ αδέρφια μας κι εκείνη πέρα, από τα γενέθλιά σου. Θα την πάρω μαζί αυτή, να θυμάμαι τη μέρα που ήμασταν χαρούμενοι. Τοίχοι είναι μόνο, άδεια νεκρά μπετά που μέσα τους χωρέσαμε την όμορφη ζωούλα μας.
Πάρε μια τσάντα, βάλε μέσα μια ζακέτα κι άλλη μια δέσε γύρω από τον λαιμό σου. Βρεγμένη να ‘ναι, έτσι είπαν πως είναι το καλύτερο κι εγώ δεν ξέρω, δεν έμαθα ποτέ, δε ρώτησα πώς καίγεσαι με πρωτόκολλο. Πάρε τον φορτιστή κι εγώ θα πάρω τη γλάστρα εκείνη που έχουμε στο σαλονάκι. Τρία χρόνια μεγαλώνει πλάι μας κι αυτό, πώς να τ’ αφήσω; Σε βλέπω να δακρύζεις, δεν ξέρω αν είναι από φόβο ή θυμό ή μήπως λύπη. Ό,τι κι αν είναι, άσ’ το να φύγει. Πώς στο καλό χτίζεις μια ζωή και σ’ ένα βράδυ σμπαραλιάζεται;
Πλησιάζει, βιάσου μην κάνεις σκέψεις να σώσεις, μόνο να σωθείς. Μείναμε μόνοι μας, δεν το βλέπεις; Τι να σου κάνει το νερό μπροστά σε τόσο μίσος; Τι να πρωτοσβήσει η μάνικα όταν καίγονται τα πνευμόνια σου; Ο χρόνος τελείωσε, πάντα τελειώνει πριν προλάβεις, λες και το ‘χει άχτι να σου κρατάει προμήθεια από τη χαρά σου. Μόνο βιάσου μην κλείσει η είσοδος, μην πέσουν και τα τελευταία δέντρα, μην ντουμανιάσει απ’ τον καπνό η καθαρή η σκέψη. Να φύγουμε μας είπαν κι εν τέλει το κατάφεραν.
Μόνο στάσου μια μόνο στιγμούλα. Να, εδώ στην πόρτα μου είχες πει πως αυτό είναι το σπιτάκι μας. Κι αν μείνει στάχτη μόνο κι αν γίνουν χώμα οι καναπέδες που σ’ αγκάλιαζα κι αν η αγαπημένη σου κούπα σπάσει σε χίλια κρυσταλλάκια, αν λιώσει η πετσέτα που το πρωί βιαστικά σκουπιζόσουν πριν με ρωτήσεις αν θέλω καφέ κι αν τα γράμματά μας τα παλιά γίνουν αποκαΐδια, να θυμάσαι πως εδώ εμείς αγαπηθήκαμε κι αυτό δε θα μας το πάρει κανείς. Όσο κι αν προσπαθήσει να το κάψει.
Τα πήρες όλα; Πάμε. Φεύγουμε.