«Ξέρεις ήταν ένα άσπρο μπλουζάκι, όχι κάτι ιδιαίτερο ένα απλό άσπρο αμάνικο και στο δεξί σου ώμο είχε ένα μικρό ξήλωμα, από τότε που είχες πάρει παραμάζωμα εκείνη την πόρτα. Ένα απλό άσπρο μπλουζάκι που πάνω σου ήταν τέλεια φορεμένο.»
Έχεις σκεφτεί ποτέ τι θα έλεγες αν σου ζητούσαν να περιγράψεις το πιο όμορφο πράγμα στον πλανήτη; Πώς θα ξεκινούσες; Θα άρχιζες σίγουρα από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά του, τα όρια και το μέγεθός του, το χρώμα και την γενική του εικόνα. Απλό. Μετά όμως, θα πήγαινες σε όλες εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες, εκείνες που πρόσεξες εσύ και εύχεσαι να μην τις είχε δει ποτέ κανένας άλλος, όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που του δίνουν όλη την ομορφιά του. Όλη τη μοναδικότητα που διαθέτει.
Το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους. Εκείνοι οι αδιάφοροι, αυτοί που ήταν να περάσουν και να φύγουν, είχαν μια εικόνα που λίγο ή πολύ δε θυμάσαι και τόσο, είναι κάτι γενικό, έχουν ξεφτίσει μέσα στο μυαλό σου, λες και λειτούργησε έτσι το σύστημά σου για να μην πιάνουν περιττό χώρο από άλλες πιο βασικές αναμνήσεις.
Μα είναι και εκείνοι οι άλλοι, που είναι πραγματικά πολύ πολύ λίγοι, που έγιναν μέσα από τα δικά σου μάτια τόσο ξεχωριστοί, γιατί αποφάσισες να αφιερώσεις χρόνο στα μάτια σου να τους κοιτάξουν. Να τους δουν πραγματικά και μετά να τους αφομοιώσουν, ρουφώντας κάθε χιλιοστό τους.
Έχουν το δικό τους χρώμα αυτοί οι άνθρωποι, που δεν είναι ποτέ ευδιάκριτο και συνηθισμένο, έχουν το μπλε της θάλασσας και το κόκκινο του κερασιού. Έχουν τη δική τους μυρωδιά που θα πιάσει η μύτη σου τυχαία στο δρόμο και θα την ακολουθήσεις σαν μαγεμένος, σχεδόν θα παραξενευτείς που κάποιος άλλος έχει την ίδια μυρωδιά, λες και κατοχύρωσαν εκ γενετής μια μυρωδιά με το όνομά τους.
Θυμάσαι την κάθε γκριμάτσα τους, ξέρεις πότε χαμογελάνε από χαρά ή από συμπάθεια, ξέρεις πότε νυστάζουν γιατί θα γείρουν ελαφριά στην καρέκλα με το ένα τους πόδι ακουμπισμένο στο γόνατό τους. Ξέρεις ότι τρώνε μιλφέιγ μόνο από τον Κωσταντινίδη γιατί εκεί γίνονται τα καλύτερα κατά τη γνώμη τους και τον καφέ τους τον θέλουν με ένα παγάκι όταν νομίζουν πως αρρωσταίνουν.
Θυμάσαι τι είπατε την πρώτη φορά που μιλήσατε, το χρώμα της φωνής τους, τα χέρια τους που έδειχναν μια γλυκιά αμηχανία χωμένα σε κάποια τσέπη, την αριστερή μάλλον, γιατί στη δεξιά βάζουν το κινητό. Ξέρεις ότι όταν χαίρονται μιλάνε γρήγορα και μπερδεύουν τα λόγια τους, όταν λυπούνται θέλουν βόλτα στον ήλιο και όταν θυμώνουν σουφρώνουν το κάτω χείλος και σταυρώνουν τα χέρια τους στο στήθος.
Θέλεις να θυμάσαι, το προσπαθείς, γιατί έτσι δημιουργείς μια μοναδικότητα στην κάθε σου στιγμή μαζί τους. Άλλωστε όσο πιο πολλές μικρές λεπτομέρειες συγκρατείς, τόσο πιο έντονο μένει κάτι στη μνήμη σου, δεν χάνεται ούτε ξεθωριάζει, μόνο δυναμώνει και μπορεί να έρθει ανά πάσα στιγμή μπροστά σου σαν εικόνα, να παίξει λες και το ζεις ξανά από την αρχή.
Μπορείς να περιγράψεις πώς φιλάνε, μπορείς να το νιώσεις στα χείλη σου ακόμα κι αν ο καιρός έχει περάσει, μπορείς να το περάσεις σε λέξεις λες και ήταν μια αναπνοή. Τόσο φυσικά.
Μπορείς να δεις τα μάτια τους να σε κοιτάνε με την ίδια παιδική περιέργεια, μ’ αυτό το βλέμμα που πραγματικά θέλει να δει και όχι να προσπεράσει, που θέλει να γνωρίσει και να κρατήσει μέσα του τον πραγματικό σου εαυτό.
Όχι αυτόν που βλέπουν οι πολλοί. Μα εκείνον που θα καταφέρει να δει ο ένας, μαζί με εκείνη τη μικρή ελιά πίσω από τον αντίχειρά σου.
Επιμέλεια Κειμένου Γιοβάννας Κοντονικολάου: Σοφία Καλπαζίδου