«Θα θυμάσαι τα χρόνια του σχολείου και θα θέλεις να γυρίσεις πίσω, μη βιάζεσαι να μεγαλώσεις». Ήταν από τις ατάκες που μπορώ να πω με σιγουριά ότι μας έχουν στοιχειώσει όσο τίποτα στη ζωή μας, γιατί όταν την ακούγαμε, απλά εκνευριζόμασταν και τώρα που τη θυμόμαστε, θέλουμε να κλάψουμε.

Γιατί, όπως και το ομώνυμο τραγούδι μπορεί εργαζόμενες μητέρες να μη γίναμε, γίναμε σίγουρα όμως νοικοκυρές και νοικοκύρηδες, δεν ξέρω κατά πόσο ισχύει το καλοί. Και θα εξηγήσω.  Είναι εκείνη η στιγμή που ξυπνάς ωραίος και ζεστός κάτω από τα σκεπάσματα κι αντί να αλλάξεις πλευρό, να κοιμηθείς κανένα δίωρο, αγχώνεσαι για το πότε επιτέλους θα ξεκινήσεις τη μέρα σου. Και δεν εννοώ ενθουσιάζεσαι γιατί έχεις να πας ταξίδι, εκδρομή που παίζει να μην κοιμόσουν από τη χαρά σου. Μιλάω ξεκάθαρα για άγχος.

Σηκώνεσαι που λες το πρωί και πριν φτάσεις καν στην κουζίνα, έχει ήδη πιάσει το μάτι σου καμιά δεκαριά μικροδουλειές που πρέπει να γίνουν στο χώρο που βρίσκεσαι, οπότε αρχίζεις και δρας μηχανικά, μέχρι που καταλήγεις να κάνεις γενική στις εφτά το πρωί, χωρίς καφέ, με τις πιτζάμες. Όταν λοιπόν το καταλάβεις αυτό, ντύνεσαι πανικόβλητος και προφανώς τσιτωμένος, χωρίς να τσεκάρεις αν έχεις όλα τα απαραίτητα για τη μέρα σου πράγματα και φεύγεις από το σπίτι χωρίς καφέ, ήδη νευριασμένος και πιθανότατα χωρίς κλειδιά, χαρτιά ή και παπούτσια.

Τρέχεις λοιπόν για να προλάβεις τράπεζες, εφορίες, λογαριασμούς και άλλα τέτοια ωραία και καταριέσαι λίγο την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισες να έχεις δικό σου σπίτι. Γιατί στην αρχή, τότε που αγόραζες τα έπιπλα και το έβαφες μέσα στη χαρά, δεν ήξερες ότι σε τρεις μήνες θα πιάσει παγετό στη χώρα και θα πρέπει να συντηρήσεις ολόκληρο το σύστημα σωληνώσεών σου.  Όπως και μέχρι να γίνεις δεκαοχτώ δεν ήξερες τι πάει να πει εφορία και έφαγες πακέτο όταν πήγες και περίμενες στη μακράν πιο εκνευριστική υπηρεσία της Ελλάδας, τρεις ώρες και ένα τέταρτο για έναν κωδικό. Έναν κωδικό, φίλε, που στην Αγγλία απαγορεύεται να πας στην εφορία, πρέπει να πάρεις τηλέφωνο. Για γέλια και κλάματα ταυτόχρονα.

Είναι εκείνη η στιγμή που σου τα σκάει η ενηλικίωση, που καταλαβαίνεις πως τώρα, όταν αρρωσταίνεις, πρέπει να σηκώσεις τον κώλο σου και να πας να πάρεις μόνος σου παυσίπονα, γιατί αλλιώς θα μείνεις με τον πυρετό. Θα φτιάξεις εσύ τη σουπίτσα σου και θα σηκωθείς θες δε θες να πας δουλειά ή σχολή, γιατί δεν έχεις περιθώρια.  Πως αν δεν πας να πληρώσεις το ρεύμα, απλά θα στο κόψουν και πως τώρα είτε κοιμηθείς δέκα είτε τέσσερις το χάραμα, η μέρα σου θα ξεκινήσει και πάλι στις εννιά. Απλά θα είσαι άυπνος.

Είναι περίεργη φάση η στιγμή που καταλαβαίνεις ότι είσαι ενήλικας, γιατί περνάμε πολλά χρόνια της ζωής μας να ονειρευόμαστε αυτήν την κατάσταση ζωής. Την ονειρευόμαστε όμως ιδανική, μόνο από την πλευρά των δικαιωμάτων που τόσο νιώθουμε ότι στερούμαστε, γιατί στερούμαστε των αποφάσεων. Αλλά καμιά φορά, το να μην αποφασίζεις εσύ για σένα, είναι ό,τι καλύτερο και πιο ξεκούραστο μπορεί να σου τύχει. Γιατί μαζί με τις αποφάσεις, έρχονται και ευθύνες και μετά ξέρεις ότι δεν μπορείς να κατηγορήσεις κανέναν άλλον παρά μόνο εσένα.

Εσύ φταις που δεν έχεις πάρει ακόμα πτυχίο, εσύ φταις αν το σπίτι σου είναι βρώμικο ή αν σου έκοψαν το ίντερνετ επειδή ξέχασες να το πληρώσεις ή ξέμεινες από λεφτά. Εσύ φταις για τη ζωή σου και για το πόσο ακατάστατη ή τακτοποιημένη είναι κι αυτό είναι τεράστιο βάρος όταν το πρωτοσηκώνεις. Είναι πολύ και δύσκολο το να είσαι ενήλικας. Είναι κουραστικό και σε στραγγίζει από κάθε επιθυμία για να μάθεις κάτι καινούριο, για να εκπλαγείς με κάτι διαφορετικό.

Σε κάνει ρομπότ, σε βάζει στον αυτόματο πιλότο. Γιατί είναι πολλά αυτά που έχεις να κάνεις και λίγες οι ώρες. Μα αν μπορούμε να το αναγνωρίσουμε αυτό, τότε σίγουρα μπορούμε και να το αλλάξουμε.  Δεν ξέρω πως, γιατί όταν πηγαίνω στην εφορία, ακόμα παθαίνω κρίσεις πανικού, αλλά ξέρω ότι γίνεται. Οπότε εσείς που τα έχετε καταφέρει, ελάτε και πείτε μας το μυστικό. Έτσι για να γίνουμε περισσότεροι οι χαρούμενοι άνθρωποι. Πλάκα δε θα ‘χε;

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή