Ξεκινάει από την οικογένεια. Από το «μπράβο» που δεν ακούγεται και τη θέση του παίρνει εκείνο το «ναι αλλά ο Γιωργάκης πήρε δέκα και στην ορθογραφία, ενώ εσύ οχτώ». Που χεστήκαμε δηλαδή γιατί ο Γιωργάκης το φυτό πήρε δέκα, αλλά μας τσούζει που η μάνα μας υποσυνείδητα προτιμάει τον Γιωργάκη ενώ εμείς στο πιάτο μας έχουμε το δικό μας το δεκάρι που μοιάζει με ροκφόρ όταν ο άλλος κουβαλάει φέτα. Που είναι καλύτερο τυρί, εδώ που τα λέμε το ροκφόρ αλλά σε ποιον να το πεις και να το πιστέψει. Συνεχίζεται με το «είσαι πολύ καλό παιδί αλλά…» που τρώμε στη μάπα για να πάει μετά το πρόσωπο να κάνει κατάσταση με το δίπλα θρανίο, νιώθοντας πως όλοι οι στίχοι της Avril -ναι παιδί των 90s εδώ- γράφτηκαν για τον αδικοχαμένο έρωτά μας. Και σιγά-σιγά μη αναγνώριση στη μη αναγνώριση γεννιέται και θεριεύει μέσα μας η πεποίθηση του «τα πολλά καλά λόγια να τα φοβάσαι». Τέλεια, τώρα δέσαμε.
Και κάπως έτσι πάμε σε δουλειές και κρατάμε το στόμα μας κλειστό, ούτε λέμε πολλά ούτε δίνουμε πολλά. Κι αν εκτιμούμε τον συνάδελφο, τον φίλο, τον προϊστάμενο, υπάρχουν τόσες πιθανότητες να το δηλώσουμε, όσες να κάνουμε το φετινό σερί της Ιταλίας που μας πήρε και τα βρακιά. (2021 για σένα που θα το διαβάσεις με ενδιαφέρον και προσοχή το μακρινό 3050 από κάποιο αστέρι δεξιά της Ανδρομέδας και θα αναρωτηθείς σίγουρα τι εννοώ). Φοβόμαστε τον καλό λόγο, τον βλέπουμε εχθρό. Κι αυτό όχι μόνο ως προς το τι ξεστομίζουμε εμείς, μα και πώς τον δεχόμαστε.
Γιατί όταν έχεις μάθει, όταν έχει περαστεί στο DNA σου ότι η επιβράβευση έχει χαρακτήρα δολωματικό, ότι ό,τι σου αναγνωρίζεται είναι γιατί κάπου αποσκοπεί αυτός που σού το αναγνωρίζει, ότι είναι υποχρέωσή σου η επιτυχία κι όχι επίτευξη, όταν χειροκροτούμε και γουστάρουμε και καυλώνουμε με αυτούς που δε λένε εύκολα «σ’ αγαπώ» -γιατί έτσι έχει μεγαλύτερη αξία-, ο καλός ο λόγος μάς φαίνεται γλείψιμο κι όχι το καλό το τίμιο που θα σε κάνει να τελειώσεις. Μας κάνει και τρέμουμε ότι αυτός που μάς τον απευθύνει κάτι θέλει από εμάς και σίγουρα λέει ψέματα, γιατί να εννοεί άλλωστε ότι μάς εκτιμά κι ότι μας θαυμάζει πάμε καθόλου με τα καλά μας; Αν το εννοούσε δε θα μας το έλεγε, γιατί αυτό έκανε κι η μάνα κι ο πατέρας μας κι οι γονείς οι δικοί τους. Γιατί αυτό έκανε κι ο δάσκαλός μας.
Γιατί για να γίνεις καλύτερος πρέπει να φας ξύλο -θεωρητικό- και το tough love είναι πιο love από το τρυφερό love. Κι όσα love κι αν βάλεις στη σειρά, δε θα σταματήσεις να φοβάσαι τα καλά λόγια και να κρατάς πισινή κι απέναντι σε όσους τα λένε. Και χάνεις έτσι ευκαιρίες να μοιραστείς μια ωραία κουβέντα, ξερνώντας παράλληλα μέσα στο στόμα σου όταν βλέπεις συναδέλφους να μιλάνε ωραία στο αφεντικό γιατί απλώς δεν το έχεις συνηθίσει. «Κοίτα μωρέ έναν γλείφτη» λες από μέσα σου, μη δίνοντας την παραμικρή πιθανότητα να εννοεί ο άνθρωπος όντως αυτά που λέει. Γιατί στο μυαλό σου η ειλικρίνεια είναι συνώνυμο του κραξίματος κι οτιδήποτε άλλο είναι απλώς περιττό και σαπουνοπερέ. Και το ίδιο κάνεις και με το ταίρι σου, που σου λέει μια όμορφη γλυκιά κουβέντα κι απαντάς κομπλεξικά και φουλ ανασφαλώς «ναι καλά». Γιατί δεν το πιστεύεις. Δε διανοείσαι ότι εννοεί αυτό που λέει, γιατί παραείναι γλυκό κι επιβεβαιωτικό για να ειπωθεί. Αυτά τα κρατάμε μέσα μας, να αποκτήσουμε τα σωστά τα ψυχολογικά.
Είναι δείγμα τιμιότητας το να μη γλείψεις; Ακόμη κι αν δεν το εννοείς αυτό που λες στο 100%, γιατί συγχωρούμε πιο εύκολα μια υπερβολή όταν είναι στο αρνητικό ζύγι, αλλά δεν μπορούμε να διανοηθούμε μια υπερβολή θετικού προσήμου; Δηλαδή προτιμάμε να βριζόμαστε μεταξύ μας από το να χαϊδευόμαστε κι ας είναι όλα μπαρούφες. Γιατί «η αλήθεια είναι σκληρή»; Γιατί να μην είναι ας πούμε, απαλό ροζάκι με γουνάκι και τούλι κι ελαφριές γαλάζιες ρίγες από βελούδο; Τραγικά λάθος ρούχο, αλλά σε αλήθεια μπορεί και να ταίριαζε. Γιατί να μη γλείφουμε ο ένας τον άλλον -θεωρητικά πάντα- κι αυτό να είναι φοβερά οκ από το να κοπανιόμαστε με σκληρή αγάπη;
Από την άλλη, κάπως πρέπει να βγάλουν τα λεφτά τους και οι ψυχολόγοι, το ακούω κι αυτό.