Tον πήρες, φίλε. Τον καβάτζωσες κανονικότατα. Εγώ τον ακούμπησα έτσι λίγο δίπλα μου, άναψα το τσιγάρο μου και δεν ήθελα άλλο τα χέρια μου δεμένα, μαγκωμένα να κρατάνε κάτι που έπρεπε να αφεθεί. Έτσι απλά τον τοποθέτησα κοντά μου, με το βλέμμα μου να μην τον κυνηγάει. Κι εσύ τον ζήτησες, τον πήρες, μέσα στην αφέλειά μου δε σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να ελέγξω πού και πώς δίνω ό, τι θεωρώ δικό μου. Τον πήρες λοιπόν. Ωραία ως εδώ.
Δικός σου. Μη μου τον γυρίσεις. Δεν επιστρέφονται οι αναπτήρες. Δεν ξέρω καν πόσοι βρέθηκαν στην τσέπη μου που δε θα έπρεπε να βρίσκονται εκεί. Ποιος ανόητος θεώρησε ότι άπαξ και δώσει τον αναπτήρα του θα επιστρέψει πίσω σ’αυτόν; Άκου να δεις, για να τελειώνουμε, οι αναπτήρες είναι σαν τα «σ’αγαπώ». Δεν επιστρέφονται. Έτσι και το πεις, έτσι και φύγει από τα χέρια σου, δεν ελέγχεις πια πού θα πάει, το μόνο που ξέρεις είναι τα χέρια που το άφησες, όχι στα χέρια ποιανού θα καταλήξει. Έφυγε από σένα και τελείωσε. Δε δεχόμαστε αλλαγές, δεν επιστρέφεται το προϊόν στο κατάστημα. Είναι τώρα το δικό του καβατζωμένο «σ’αγαπώ». Άμα θέλει, το παίρνει και βάζει μπουρλότο. Άμα θέλει κάνει να ανοίξει λίγο την τσέπη και πέφτει στο δρόμο, το δανείζει όπου γουστάρει, το παρατάει στο σπίτι, το κουβαλάει πάντα πάνω του. Μα δεν επιστρέφεται.
Πού το άκουσες στ’ αλήθεια να αγαπάς και μετά να αποφασίζεις πως δεν αγάπησες ποτέ; Αγάπησες και ξε-αγάπησες, κουτέ άνθρωπε, κουτέ. Δε λέγεται το «σ’ αγαπώ» κι ύστερα ανακαλείται. Δεν τελειώνει, δε χάνεται, δε γυρνάει πίσω. Δεν είναι πια κτήμα σου, δεν το ελέγχεις, παρ’ το χαμπάρι. Εσύ ένα τσιγάρο πήγες να ανάψεις και βρέθηκες χωρίς φωτιά, λογικό να θέλεις να προστατέψεις τα υπάρχοντά σου. Μα δεν είναι πια δικά σου, αυτό σου εξηγώ.
Έχεις δει κανέναν ποτέ, έλα να μιλήσουμε οι καπνιστές μεταξύ μας, έχεις δει ποτέ κανέναν να στεναχωρήθηκε επειδή βρέθηκε στα χέρια του αναπτήρας που δεν ήταν δικός του; Έχεις δει ποτέ κανέναν να λέει σοβαρά, να αγχώνεται σχεδόν για το πότε θα επιστραφεί το κλοπιμαίο στα χέρια του νόμιμου κατόχου του; Σχεδόν ψυχασθενική χαρά σε πιάνει, που κρατάς ένα τόσο δα εύθραυστο πραγματάκι στις παλάμες σου που κάνει ένα τσακ κι ανάβει πυρκαγιά. Περίεργα πράγματα.
Σ’ αγαπώ κι αναπτήρες δεν επιστρέφονται. Γι’ αυτό και δε δανείζονται, μπορείς να τα χαρίσεις ή να τα κλέψεις. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Στην πρώτη περίπτωση δεν έχεις μούτρα να τα ζητήσεις πίσω, στη δεύτερη δεν κατάλαβες καν για πότε έγινε. Γι’ αυτό, σου έχω πρόταση, μήπως να το απολαύσεις; Άσε τα κεκτημένα να διαλέξουν μόνα τους αφεντικό, γιατί κουράζεις το μυαλό σου με πράγματα που δεν ελέγχονται; Μπορείς να πάρεις καμιά δεκαριά να έχεις πρόχειρους, να βγάζεις όποτε θέλεις από το συρτάρι, να μην ξεμείνεις και σβήσει η φωτιά.
Ξέρω, ούτε αυτό σου κάνει. Δεν το κρίνω, το ακούω. Ένας θα είναι ο αναπτήρας που κουβαλάς πάντα στα χέρια σου κι αν πάψει να βρίσκεται εκεί, θα ψάξεις να καβατζώσεις κι εσύ από το διπλανό. Ωραίοι οι έρωτες, μα οι αγάπες φίλε, έχουν πάνω τους όλη την απατεωνιά του κόσμου κι ας μας λένε το αντίθετο οι φιλόσοφοι κι οι εραστές της τέχνης. Οι αγάπες, τα «σ’αγαπώ» μας, οι αναπτήρες μας, αλλάζουν χέρια, δίνονται και παίρνονται με μαεστρία, μέχρι να μη σε νοιάζει πια να τα ανακτήσεις. Οπότε κάτσε πίσω και χαλάρωσε. Δε θα επιστραφεί. Τσιγαράκι;