Είναι ένα μικρό μπαλκονάκι. Από εκείνα τα παλιά, τα άχαρα με το φτηνό μωσαϊκό και τα μαρμάρινα σοβατεπιά. Δυο καρέκλες στη σειρά, δεν τις χωράει. Δεν τη θέλει τη σειρά τούτο το μπαλκονάκι. Μονές καρέκλες, τραπέζι ένα. Μικρό και παλιό, φθαρμένο από το πέρασμα του χρόνου.
Αν στρίψεις από Πυλαίας, εκεί στο στενό της κάτω Τούμπας, θα το δεις να απλώνεται στον τρίτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Θα μου πεις, γιατί στα λέω όλα αυτά με τόση λεπτομέρεια. Ξέρεις, όταν οι άνθρωποι ζούμε κάτι μεγάλο, θυμόμαστε κάθε μικρό χρωματισμό, το μέρος, τις μυρωδιές, τα σχήματα, αν έκανε κρύο ή αν έβρεχε. Είναι όλα κομμάτια της μεγάλης εικόνας και τα χρειάζεσαι για να νιώθεις στο σώμα σου την ανάμνηση αληθινή. Στα λέω, λοιπόν, για να γίνεις μαζί μου συνένοχος. Να έχεις την εικόνα μιας μεγάλης αγάπης που μπορεί τελικά να μοιάζει και με τη δική σου.
Πού και πού τα βράδια, που λες, όταν δεν το καίει ο μεσημεριανός ήλιος, το περπατάει μια κοπέλα. Κάθεται σε μια καρέκλα, καπνίζει και κοιτάει τους περαστικούς. Περιμένει ένα τηλέφωνο, που ποτέ δε θα χτυπήσει ή ένα σώμα να γεμίσει την απέναντι καρέκλα. Μα ποτέ δεν έρχεται.
Εκείνη εκεί, καπνίζει και περιμένει. Δεν ξέρει ούτε η ίδια τι στα κομμάτια. Όταν περιμένεις κάτι να έρθει, ξεχνάς να ζήσεις. Ξεχνάς να φας, να κοιμηθείς, περπατάς και χάνεις βήματα, έχεις κενά μνήμης. Θυμάσαι μόνο ότι περιμένεις. Έτσι κι εκείνη, που μπορεί να μοιάζει με σένα ή κάποιον που κάποτε ήξερες. Άλλωστε, όλοι πάντα κάτι περιμένουμε και στην πορεία, μπερδεύουμε τις υποστάσεις.
Καμιά φορά, για να επανέλθω, νομίζει πως οι τοίχοι της μιλάνε, μέσα στην απόκοσμη παράνοιά της.«Τι το ζαλίζεις πέρα δώθε σκάβοντας τα πατώματα;» Τα εισαγωγικά είναι, έτσι, για τη δραματοποίηση, δημιούργημα του γραφόντα, που λένε. Μη δίνεις σημασία. Ή δώσε. «Μήπως μέσα στην τρέλα σου νομίζεις, ανόητη, πως θα ‘ρθει η λύση σε μια ακόμα γύρα;»
Στέκεται τότε λιγάκι, να τινάξει την στάχτη της, να έρθει στα λογικά της. Καπνίζει, δεν ξέρω αν το ανέφερα, όχι πολύ, είναι η αυτοκαταστροφή που επιτρέπει στον εαυτό της. Σκαλίζει το χώρο με το βλέμμα της, να θυμηθεί τις γωνιές που αγάπησε αυτά τα χρόνια. Σημάδια παρουσίας, γλύφουν τα μωσαϊκά του.
Να, όπως εκεί, που έκλαψε κάποτε με λυγμούς για μια αγάπη σκάρτη, στα χέρια ενός φίλου που πια δε λένε ούτε γεια. Ή εκεί, μετά τη γωνία που κάνει η δομή του, που κάθισε στο πάτωμα, να αγκαλιάσει μια φίλη που μεθυσμένη, βουτούσε στο κενό για έρωτες και χαμένες ευκαιρίες. Όλα τα μπαλκόνια του κόσμου να έπαιρνες, θα είχαν να σου πουν ιστορίες για σημεία και τέρατα, κυρίως όμως τα σημεία είναι εκείνα που θα βρεις. Τα τέρατα μένουν μέσα μας, όπως έμειναν και σε κείνη.
Ξύδια και καφέδες, συζητήσεις ατελείωτες, χημείες κι αλχημείες, σημεία και τέρατα, όπως στα λέω, είχε να δείξει αυτό το μικρό άσχημο μπαλκονάκι του τρίτου ορόφου. Λύση δε βρέθηκε ίσως ποτέ, μα πάντα, πάντα περίμενε το επόμενο ξέσπασμα. Να όπως και σήμερα. Οι τοίχοι έκλειναν ασφυκτικά γύρω της, πνιγόταν ξαφνικά από το λίγο φως κι οξυγόνο και βγήκε να κάτσει στην καρέκλα της. «Πάλι εδώ», ψιθύρισε ανάβοντας τσιγάρο, το τελευταίο για σήμερα. Μα τώρα δεν περίμενε κανέναν.
Αν ποτέ περνάς το βράδυ από καμία γειτονιά κοντά στην Πυλαίας, σήκωσε το βλέμμα σου και ίσως τη δεις κι εσύ. Ίσως ακόμα να περιμένει κάποιον να έρθει να τη σώσει.
Άλλωστε, αυτό δεν περιμένουμε όλοι;