Κι αν με ρωτούσε κάποιος να του πω το μυστικό που κάνει τον κόσμο να κινείται, θα απαντούσα πως είναι η λήθη.

Το να ξεχνάς τον πόνο, τα λάθη, όλα εκείνα τα σημεία των καιρών που επαναλαμβάνονται με νέα πρόσωπα, με φρεσκογραμμένα σενάρια και καινούριες υποσχέσεις.

Όλος ο κόσμος ένας τεράστιος κύκλος. Ένας αγώνας δρόμου που ξεκινάει και τελειώνει στο ίδιο σημείο. Κι εσύ τρέχεις, τρέχεις να δεις το διαφορετικό, να βρεις την αλλαγή για να πεις ότι προχώρησες.

Τελικά απλά κινείσαι κυκλικά, σε ένα αέναο γαϊτανάκι επανάληψης. Είμαστε άραγε καταδικασμένοι σε μια ζωή που όλα ξεχνιούνται; Που όλα λίγο ή πολύ κάποια στιγμή φθείρονται γίνονται αχνά μέσα στην βαβούρα της καθημερινότητας, αναγκάζοντάς μας να τα ζούμε ξανά και ξανά;

Κι αν όντως είμαστε υπόδικοι μιας αιώνιας επανάληψης, υπάρχει πιθανότητα να ζήσουμε ποτέ κάτι καινούριο;

Ο Αϊνστάιν είχε πει πως ο χρόνος είναι απλά μια ανθρώπινη επινόηση. Ένας τρόπος που έχει βρει η ανθρωπότητα για να χωρίσει την αιωνιότητα σε κομμάτια. Άρα ουσιαστικά, ο χρόνος δεν υπάρχει. Σπαταλάμε τη ζωή μας για να αφήσουμε ένα στίγμα σε κάτι που δεν έχει υπόσταση.

Στίγμα σε κάτι που είναι καταδικασμένο από τις συνθήκες, να ξεχαστεί. Κι αναρωτιέμαι. Γιατί να φοβάσαι κάτι που έχεις δημιουργήσει για να σε βοηθάει;

Γιατί άραγε πρέπει να θυμόμαστε; Μας προσφέρει γνώση και συμμόρφωση ίσως. Μας προστατεύει από λάθος επιλογές, μας γιατρεύει με όμορφες αναμνήσεις. Ίσως πάλι όλα αυτά να τα καταφέρναμε έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι αν διαθέταμε μνήμη χρυσόψαρου.

Σκέψου λέει να είχαμε μνήμη χρυσόψαρου. Να είχες μπροστά σου μια φρεσκοφουρνιστή σοκολατόπιτα και μετά από κάθε μπουκιά, να ξεχνούσες τη γεύση της. Θα γευόσουν ανά τρία δευτερόλεπτα, απ’ την αρχή και ολοκληρωτικά την γεύση της σοκολάτας. Θα έβλεπες κάθε νύχτα το φεγγάρι, σα να μην το είχες ξαναδεί ποτέ και τα φιλιά σου, θα ήταν πάντα τα πρώτα.

Όλος ο κόσμος, μια ασταμάτητη πηγή ανακαλύψεων κι εσύ τα μάτια, τα αυτιά και τα χείλη ενός βρέφους, που βλέπει τον κόσμο για πρώτη φορά.

Βέβαια τις ποσότητες ευτυχίας που θα λάμβανες, θα αντιστάθμιζε ο πόνος που θα ήταν κάθε φορά το ίδιο δυνατός, γιατί δε θα θυμόσουν να κρατήσεις αντιστάσεις, να προστατευτείς για να μην πληγωθείς. Θα ήταν αφόρητος κι εσύ θα ήσουν καταδικασμένος να τον ζεις το ίδιο ισχυρό.

Μα ακόμα κι έτσι, θα είχαμε ορθάνοιχτες καρδιές, γιατί δε θα θυμόμασταν πως είναι μια καρδιά όταν κλείνει. Θα ματώναμε και θα ερωτευόμασταν με το ίδιο πάθος, όπως όταν ήμασταν δεκάξι και πιστεύαμε ότι βρήκαμε τον απόλυτο έρωτα. Κι ας ήταν φούσκα.

Τι τόσο κακό έχουν πια οι φούσκες; Αφού έτσι κι αλλιώς, όλη η ζωή μας, συμπυκνώνεται σε ένα ποστ ιτ στο ψυγείο.

«Να θυμηθώ να..» 

Να θυμηθώ να πάρω ψωμί που θα μουχλιάσει στην ψωμιέρα και γάλα που θα λήξει στο ψυγείο.

Να θυμηθώ να πάρω το σακάκι απ’ το καθαριστήριο για να το ξεχάσω στη ντουλάπα μέχρι το καλοκαίρι που δε θα το χρειάζομαι.

Να θυμηθώ να πάρω τηλέφωνα, να κατεβάσω τα σκουπίδια, να κάνω μια λίστα και να χώσω μέσα όλη μου τη ζωή, για να λέω ότι ζω οργανωμένα.

Να μη ξεχάσω να ζήσω. Και τελικά είναι αυτό το μόνο που ξεχνάω.

Έτσι κι αλλιώς είτε θυμάμαι είτε τελικά ξεχάσω τα πάντα, ο κύκλος θα παραμείνει το πεδίο βολής μου κι εγώ θα συνεχίσω να τρέχω γύρω του, προσδοκώντας πως κάποια στιγμή θα αλλάξει το σκηνικό.

Μα δεν αλλάζει. Μόνο εμείς κατά καιρούς, ξεγελάμε τον χρόνο με μικρές κουτές στιγμές αιωνιότητας.

«Κι αν γυρίζει ο χρόνος πίσω στην αρχή

Όπως γυρίζει πίσω μια βιντεοκασέτα,

Το ίδιο αδέξια, με την ίδια ταραχή

Τα ίδια θα κάναμε, άστα και γάμησέ τα

Τίτος Πατρίκιος, 1927, Έλληνας ποιητής.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου