Που λες, εγώ όταν ήμουν μικρή κι αθώα, με πασάρανε οι γονείς μου κάτι βδομάδες στη γιαγιά, για να πάνε στα εξωτερικά και να βολτάρουν ανενόχλητοι. Αυτό, φυσικά, μ’ εξόργιζε περισσότερο κι από τότε που μου έλεγαν ψέματα πως το παγωτό είναι το ίδιο με το γιαούρτι.

Η γιαγιά, όμως, είχε μια συνήθεια που έμελλε με τα χρόνια να γίνει τρόπος ζωής και φιλοσοφία για μένα. Κάθε Τετάρτη, λοιπόν, έβαζε το καλό της το ταγέρ, μ’ έντυνε κι εμένα σαν μικρή νύφη και πηγαίναμε στο παζάρι. Όπου παζάρι, γράψε τεράστια λαϊκή αγορά, τόσο μεγάλη, που μπορούσες να βρεις από μαρούλι μέχρι ποδήλατο.

Γυρνούσαμε σπίτι τρεις ώρες μετά, με ψώνια που μπορούσαν να μας θρέψουν για κανένα μήνα σε περίπτωση πολέμου κι εμένα να χαίρομαι, σαν άλλη μικρή και τριανταφυλλένια πριγκίπισσα, με τα καινούρια μου ρούχα και παιχνίδια.

Γιατί με τη λαϊκή αυτό είναι το γαμάτο. Ότι θα πας και θα ψωνίσεις κολοκυθάκια και κάλτσες με την ίδια ευκολία πρόσβασης σ’ αυτά. Δεν κάθεσαι να τρέχεις σ’ όλο το κέντρο για να βρεις το κολοκυθάκι το βιολογικό, που θα στο χρεώσουν και δύο ευρώ το ένα. Άσε που όλο και κάτι έξτρα θα τσιμπήσεις στο σακουλάκι σου, αν είσαι ευγενικός με τον πωλητή. «Καλά, έχω και φρεσκότατα παντζάρια, θα σου βάλω δυο-τρία να δοκιμάσεις από μένα».

Ειλικρινά, πιστεύω πως αυτοί οι άνθρωποι που δουλεύουν στις λαϊκές αγορές είναι φτιαγμένοι απ’ άλλο υλικό. Ξυπνάνε χαράματα για να φορτώσουν την πραμάτεια σε φορτηγάκια κι αυτοκίνητα, κουβαλάνε μαζί κι όλη την οικογένεια και στήνονται σε δρόμους και πλατείες με τις ώρες, με το χαμόγελο να μη λείπει ποτέ απ’ το πρόσωπό τους. Σε προσκαλούν στον πάγκο τους μ’ έναν δικό τους τρόπο, φωνακλίδικο κι αυθεντικό, προσπαθούν να σε προσεγγίσουν με μεθόδους πιο παραδοσιακές, απ’ αυτές που συναντάς στο χωριό και χαίρεσαι που ακόμα υπάρχει η αυθεντικότητα στους ανθρώπους.

Πέραν όμως απ’ τον ανθρώπινο παράγοντα, μια λαϊκή αγορά είναι ξεκάθαρα και τροφή για το μάτι, καθώς υπάρχει χρώμα παντού και στα πάντα. Και μιλάμε για χρώμα ζωντανό, όχι σαν τα ψόφια που βρίσκεις στα μεγάλα μάρκετ. Κίτρινο, κόκκινο, πράσινο, απλώνονται το ‘να δίπλα στ’ άλλο, συνθέτοντας ένα παράξενα όμορφο πορτρέτο. Χορταίνει το μάτι πριν απ’ όλα τ’ άλλα κι αυτό, γατάκια μεγαλοκαταστηματάρχες, είναι το καλύτερο μάρκετινγκ.

Αν πάμε και στα πιο πρακτικά του θέματος κι εκεί κερδίζει πόντο, καθώς οικονομικά, μιλάμε για σχεδόν μισή τιμή σε σχέση με τ’ αντίστοιχα προϊόντα του μαζικού εμπορίου.  Ξέρει η γιαγιά που πάει και ψωνίζει βρακιά και κάλτσες απ’ τη λαϊκή, ενώ εσύ πας και δίνεις δέκα ευρώ για ένα και μόνο δαντελένιο βρακί, για σου χαλάσει κιόλας στο πρώτο πλύσιμο. Σκέψου το ειλικρινά, υπάρχει γυναίκα στον πλανήτη που θα της πεις ότι μπορεί ν’ αγοράσει μπλούζα με δύο μόνο ευρώ και δε θα πάθει έμφραγμα απ’ τη χαρά της;

Πέραν όμως απ’ όλα τα χαριτωμένα, οι λαϊκές αγορές αποτελούν κομμάτι της παράδοσης και της πολιτισμικής μας κληρονομιάς κι είναι ένας άξιος αντίποδας της σιχαμένης μαζικοποίησης των πάντων. Αξίζει να τις στηρίζουμε και να τις κρατάμε ζωντανές, για να μπορούν κι αυτές με τη σειρά τους να μας γεμίζουν χρώματα και μυρωδιές, που σε τίποτα δε θυμίζουν τις πεθαμένες, πλαστικές συσκευασίες.

 

Επιμέλεια Κειμένου Γιοβάννας Κοντονικολάου: Ιωάννα Κακούρη

 

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου