Για τους τεμπέληδες. Για όλους όσους νομίζουν ότι παραμένουν στην ηλικία των τεσσάρων χρόνων ή που ζουν το παραμυθάκι του Χόλιγουντ στο κρεβάτι και τον καναπέ τους. Εγώ στο λέω, βαρέθηκα. Ειλικρινά, ποιος ενήλικας άνθρωπος μπορεί κι ονειρεύεται χωρίς να απελπίζεται στο καπάκι με τη σκέψη που τόλμησε να κάνει;

Τα όνειρα είναι εύθραυστα, σαν τις μαλακίες τα γυαλικά που έχει η μάνα σου σε μια περίοπτη θέση, που δε χρησιμοποιείτε ποτέ και καθαρίζει με ευλάβεια κάθε Σάββατο στη φασίνα. Έτσι και τα όνειρα, αν κάνεις να τ’ακουμπήσεις, πέφτουν, σπάνε, γίνονται κομμάτια, σου λερώνουν το πάτωμα κι αν πας μετά να καθαρίσεις το χάος, κερδίζεις ένα κόψιμο στο δάχτυλο να σου θυμίζει πως δεν παίζουνε με τα γυαλιά μικρέ αφελή άνθρωπε. Γι’αυτό κι εγώ ρωτάω, γιατί να μπεις στον κόπο να ονειρευτείς;

Να μου κάνετε όμως τη χάρη, μην ακούσω για δύναμη ψυχής κι αισιοδοξία και πραγματοποίηση φουσκών με τεράστιο ροζουλί χρώμα και χρυσόσκονες από μονόκερους και συννεφάκια, γιατί θα πάρω φόρα και θα πηδήξω από τον τρίτο. Τα όνειρα δεν πραγματοποιούνται, γι’ αυτό και λέγονται «όνειρα». Είναι κουραστικά, σε αποδυναμώνουν, είναι ένα κοινό ναρκωτικό. Πες μου εσύ, τι διαφορά έχει το όνειρο με το χόρτο; Και τα δύο σε χαλαρώνουν, σε γεμίζουν με τη δική τους ενέργεια, σε βγάζουν εκτός πραγματικότητας και σου γαμάνε τον εγκέφαλο, μέχρι να καείς εντελώς και να ζεις μέσα από εκείνα. Τέλειο ακούγεται, δέκα γραμμάρια όνειρο παρακαλώ.

Είναι για τους ερασιτέχνες. Για τους έχοντες χρόνο, για τους ακούραστους και τα παιδιά. Αν έχεις ζωή, δε φτάνουν εικοσιτέσσερις ώρες για όνειρα και ποίηση. Είσαι εκεί, παλεύεις, τρως τα μούτρα σου, ελπίζεις για να δεις κάθε μικρό κομματάκι αυτής της ελπίδας να διαλύεται κι άντε ξανά να προσπαθήσεις να χτίσεις το καστράκι σου με πούπουλα στα εννιά μποφόρ. Δε θα γίνει ρε παιδιά, τι να λέμε τώρα. Κι αν εσύ τώρα με βρίσκεις απαισιόδοξη, θα σου πω δυο πράγματα. Πρώτον χέστηκα και δεύτερον γιατί όχι;

Πες μου λίγο σοβαρά, γιατί να ονειρευόμαστε; Γιατί είναι καλό να ζούμε σε φαντασιώσεις; Δεν είναι καλό παιδιά, είναι σαν να βλέπεις το σχιζοφρενή να πηγαίνει να βάλει φωτιά στον εαυτό του γιατί νομίζει ότι είναι άκαυτος και να λες εσύ πως δεν πειράζει αφού το πιστεύει έτσι θα ‘ναι. Και καίγεται.

Καιγόμαστε κάθε μέρα, κάθε μέρα χάνουμε λίγο από το χαμόγελο και την αναπνοή μας, γιατί αποτυγχάνουμε στην εκπλήρωση ενός ή περισσότερων πραγμάτων που δεν ήταν ποτέ για να πραγματοποιηθούν. Σηκώνουμε τα στάνταρ μας στο θεό, μεγαλοπιανόμαστε, απομακρυνόμαστε από την πραγματικότητα για να έρθουμε τελικά πιο κοντά στην αποτυχία και την κατάθλιψη, γιατί ποτέ δε γίναμε πραγματιστές. Καλά τα είπε ο Μάρτιν Λούθερ, μεγάλη αξία, μα να με συγχωράτε, δεν το πιάνω. Κι αυτός που είχε το όνειρο, και τι όνειρο· ακόμη δεν μπορούμε να πούμε ότι είμαστε ούτε λίγο κοντά στην ισότητα, ούτε λίγο κοντά στην κοινωνική δικαιοσύνη.

Δεν ξέρω γιατί αξίζει να ονειρεύεσαι. Δεν ξέρω ποια δύναμη μας σηκώνει το πρωί να ξαναπροσπαθήσουμε μόνο και μόνο για να τα δούμε όλα να πέφτουν από την κρυσταλιέρα χωρίς να τα έχουμε ακουμπήσει έστω και μια φορά. Δεν έχω ιδέα γιατί το έχουμε κάνει τόσο μεγάλο θέμα, γιατί μας ορίζει. Γιατί είμαστε ανίκανοι να θέσουμε ρεαλιστικούς στόχους. Γιατί αν βλέπαμε την πραγματικότητα όπως ακριβώς είναι θα τρελαινόμασταν αυτομάτως. Γιατί κάτι πρέπει να πούμε στα παιδιά μας, όπως μας είπαν κι εμάς οι γονείς μας. Ποιος ξέρει. ‘Οπως και να ‘χει, τα όνειρα είναι για τους ερασιτέχνες. Οι επαγγελματίες του είδους δοκιμάζουν πιο ακριβά ναρκωτικά. Αν είναι να καεί το κεφάλι, να καεί στα σίγουρα.

 

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου