Είναι βράδυ.
Κάθεσαι στον καναπέ σου, είσαι κουρασμένος, ήταν δύσκολη μέρα.
Ψαχουλεύεις το ίντερνετ, θέλεις να βρεις κάτι εμπνευσμένο, μια νέα ιδέα για να γλείψει λίγο τη μοναξιά σου.
Ναι, είσαι μόνος σου. Και ντρέπεσαι γι’ αυτό. Τι ντροπή, άνθρωπέ μου, να έχεις επιλέξει να γυρνάς σ’ ένα άδειο σπίτι.
Τι ντροπή να μην έχεις κάποιον να ενοχλήσει τη μελαγχολία σου.
Τι μεγάλη ντροπή να αγαπάς τη σήμερον ημέρα.
Σκύψε το κεφάλι, σώπα, μη μιλάς, ψάξε καινούριες φανταχτερές εικόνες να ζαλίσουν τη συνείδησή σου, βυθίζοντάς την και πάλι σε ένα μακρόσυρτο βολικό λήθαργο.
Τι ντροπή να είσαι ρομαντικός, άβγαλτος, τι μεγάλη ντροπή να θέλεις γάμο και παιδιά. Τα λουλούδια δεν είναι στη μόδα πια. Έχεις μείνει πίσω.
Το 2015 ψάχνεις την αληθινή αγάπη; Πόσο αφελής.
Τι ντροπή να πηδιέσαι επειδή γουστάρεις, να έχεις πάει με τόσους κι άλλους τόσους, αναίσχυντε, ανήθικε. Εύκολε.
Το ξέρει ο πατέρας σου;
Τι ντροπή να είσαι αγόρι που γουστάρει αγόρια. Είναι αφύσικο, άρρωστο, δεν είναι κανονικό. Άλλαξέ το, καταπίεσέ το, κλείσ΄το μέσα σου κι αν δεν τα καταφέρεις, μείνε μόνος σου και φρόντισε να μην το μάθει κανείς. Έτσι πρέπει, αυτό είναι το σωστό.
Είσαι πουτάνα κι εσύ μαύρος κι εσύ αδερφή κι εκείνος πιο πέρα φλώρος, μαλάκας κι άσχημος. Δεν είσαι η πλειοψηφία, δεν είσαι το σύνολο.
Δεν αξίζεις να αγαπάς και να αγαπιέσαι, είσαι το ένα απέναντι στα πολλά – είσαι περίεργος. Δεν το αξίζεις γιατί δεν= μου έμαθαν πως να σ’ αγαπάω, εσένα που είσαι διαφορετικός. Γιατί με ήθελαν πάντα να θέλω τα ίδια, τα όμοια.
Γιατί όταν ήμουν μικρή κι αφελής, αγαπούσα το Νόα που ήταν Αλβανός, μα εγώ δεν ήξερα τι σημαίνει να είσαι Αλβανός και νόμιζα ότι είναι το να είσαι όμορφος.
Μετά μου είπαν ότι σημαίνει κατώτερος. Κοίτα να δεις κάτι άνθρωποι που αριθμούν τον κόσμο!
Τι σημαίνει θα μου πεις;
Θα μου πεις γιατί ντρέπομαι;
Θα μου πεις γιατί κρύβομαι πίσω από αυτά που κάποιοι κάποτε ονόμασαν κανονικά;
Θα μου πεις τι χρώμα έχει η αγάπη; Πώς μυρίζει ο έρωτας;
Τι φύλο έχει το πάθος;
Θα μου πεις τι είναι η κανονική σχέση;
Πες μου, χώσε μου μια ταμπέλα για να μάθω ν’ αγαπάω σωστά. Να μάθω από σένα που τα ξέρεις, που έχεις υπολογίσει τους αριθμούς και ξέρεις ήδη το αποτέλεσμα.
Γιατί εγώ δεν τα βγάζω και ο έρωτάς μου είναι ακανόνιστος.
Μάλλον γι’ αυτό ήμουν μόνη μου ενάντια στον κόσμο.
Γιατί φαντάστηκα έναν κόσμο που οι άνθρωποι κοιτάζονταν στα μάτια, αντί να κρύβονται πίσω από οθόνες υπολογιστών.
Φαντάστηκα έναν κόσμο που μπορώ να αγαπάω χωρίς να ντρέπομαι, χωρίς να φοβάμαι ότι η αγάπη μου είναι λάθος.
Ονειρεύτηκα ευτυχία και χαμόγελα και φράγματα που έγιναν χαλάσματα για να χτιστούν γέφυρες.
Ονειρεύτηκα μάτια καθαρά και βλέμματα χωρίς ντροπή, γιατί όταν αγαπάς, τίποτα δεν είναι λάθος.
Τότε ήρθε εκείνος.
Και ξαφνικά δεν ήμουν μόνη μου.
Και δεν ντράπηκα ποτέ ξανά. Ήμαστε μαζί, απέναντι στον κόσμο.