«Όποιος δεν ξέρει και δεν ξέρει πως δεν ξέρει, είναι τρελός, απόφυγέ τον. Όποιος δεν ξέρει και ξέρει πως δεν ξέρει, είναι παιδί, μόρφωσέ το. Όποιος ξέρει και δεν ξέρει πως ξέρει, κοιμάται, ξύπνα τον. Όποιος ξέρει και ξέρει πως ξέρει, είναι σοφός, ακολούθησέ τον».

Αν φτάσουμε σε μια πρώτη ανάλυση της παραπάνω φράσης, τότε ανάλογα με τη φάση σου, ανήκεις σε μια απ’ τις τέσσερις αυτές κατηγορίες, ή έχεις υπάρξει κάποια στιγμή στη ζωή σου. Με λίγα λόγια έχεις να επιλέξεις ανάμεσα σε έναν τρελό, ένα παιδί, κάποιον συνειδησιακά κοιμισμένο και κάποιον, όχι απαραίτητα σοφό μα περισσότερο ψαγμένο. Και λέω να επιλέξεις γιατί, αν εξαιρέσεις τη φάση ενός παιδιού που λίγο ή πολύ χρειάζεται μια κάποια καθοδήγηση, όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες προκύπτουν από ξεκάθαρη προσωπική επιλογή.

Αν για παράδειγμα, ήσουν αυτός ο μαθητής που δεν πρόσεξε ούτε ένα δευτερόλεπτο καμία φορά στα Αγγλικά του σχολείου γιατί η καθηγήτριά σου ήταν λίγο εκνευριστική, τότε μάλλον, θα είσαι πλέον ο ενήλικας που δεν ξέρει να συνεννοηθεί ούτε με τα πολύ βασικά σε μια ξένη χώρα. Και χρησιμοποιώ το συγκεκριμένο παράδειγμα γιατί είναι απ’ τις λίγες φορές που το σχολείο προσφέρει μια γνώση που αργότερα τη χρησιμοποιείς για έναν πολύ ενδιαφέρον λόγο, όπως τα ταξίδια. Άρα έχεις, υποτίθεται, μεγαλύτερο κίνητρο για να την αποκτήσεις. Κι εκεί θέλω να καταλήξω.

Το σχολείο δεν είναι η μόνη πηγή γνώσης και προφανώς δεν είναι και η πιο ελκτική, προς το δέκτη, μορφή. Υπάρχει όμως κι η άλλη της πλευρά, αυτή που πάντα σε συναρπάζει και σου διδάσκει πράγματα χωρίς καν να το καταλαβαίνεις. Δε θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που έβγαλα στο αρμόνιο ένα παραδοσιακό τραγούδι, που δε θυμάμαι καν αν μου άρεσε ειλικρινά, χωρίς να ξέρω μουσική, απλά και μόνο παίζοντας με τα πλήκτρα. Είχα πάει λοιπόν στη καθηγήτριά μου και της το έπαιξα όλο αγωνία για το αν τα κατάφερα. Εντάξει εν τέλει τις μισές νότες τις είχα βγάλει άλλ’ αντ’ άλλων μα καθόλου δε με πτόησε για τον απλό λόγο ότι όλο αυτό ήταν για μένα μια πολύ διασκεδαστική διαδικασία.

Αυτό πρέπει να έχει η γνώση για να γίνεται αντιληπτή. Το προσωπικό στίγμα του καθενός. Γιατί αν εσύ επιλέξεις μόνος σου τον τρόπο και το είδος του πράγματος που θέλεις να γνωρίσεις, τότε δεν πρόκειται να σου φανεί αδιάφορο ή κουραστικό. Θα είναι μάλλον, ένα παιχνίδι ανάμεσα σε σένα και τις δυνατότητές σου. Αρκεί όμως να θελήσεις πάντα να ψάξεις ένα προϊόν που προσφέρεται προς γνώση. Να νιώσεις, με λίγα λόγια την ανάγκη, να αποκτήσεις μέσα σου μια ακόμα πληροφορία που ίσως κάπου κάποτε χρησιμεύσει πρακτικά μα ουσιαστικά θα σου έχει προσφέρει μια καλύτερη αντίληψη του κόσμου.

Σκέψου το λίγο ουτοπικά. Πόσο γαμάτο θα ήταν αν ξέραμε όλα τα τραγούδια απ’ έξω κι ανακατωτά; Να τραγουδάμε κάθε στίχο, να ξέρουμε κάθε μελωδία, να γνωρίζουμε τόσα διαφορετικά είδη και μορφές. Και πόσο απίστευτα βαρετό θα ήταν αν αυτό το πράγμα κάποια στιγμή τελείωνε και δεν υπήρχε κάτι άλλο προς ανακάλυψη;

Ο άνθρωπος εξάλλου, έχει δημιουργηθεί για να μαθαίνει, τον τρώει αυτή η μανία της εξερεύνησης, να μάθει κι αυτό το καρέ του κόσμου, να το εξηγήσει για να μην το φοβάται και να μη του λείπει.

Και το να μαθαίνεις κάτι μικρό κάθε μέρα, ακόμα κι αν είναι ένα φάλτσο παραδοσιακό τραγούδι στο αρμόνιο, εκτός από προσωπική ικανοποίηση, δίνει και μια πινελιά ομορφιάς στον κόσμο. Κάνει το χάος να φαίνεται λιγότερο τρομακτικό, γιατί θα έχεις αποκρυπτογραφήσει άλλο ένα μικρό κομματάκι. Μέχρι όλα αυτά τα κομματάκια, να μπορέσουν να γίνουν ξανά το άγνωστο που πάντα θα εξερευνούμε.

 

Επιμέλεια Κειμένου Γιοβάννας Κοντονικολάου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου