Θέλω τόσο πολύ να σου μιλήσω. Πάντα ήθελα.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, να παίζει με τις κούκλες φτιάχνοντας παραμυθένιες ροζ ιστορίες. Κι όλες εκείνες τις φορές που κρύφτηκα μέσα στην ντουλάπα κρατώντας την αναπνοή μου στο σκοτάδι.
Το ήθελα κι όταν τα παιχνίδια μου στριμώχτηκαν σε κούτες που έμειναν για πάντα στο πατάρι. Ακόμα κι όταν ούρλιαζα το αντίθετο πίσω από κλειστές πόρτες.
Μα πιο πολύ το ζητούσα στις σιωπές σου τα απογεύματα.
Αμίλητος, χαμένος στον δικό σου κόσμο, απαγορευμένο για μένα, στην θέση σου, πάντα συνεπής και αφοσιωμένος, πάντα σκεφτικός.
Μύριζες καφέ και λεβάντα. Εγώ κούρνιαζα δίπλα σου ακίνητη με τα χέρια μου παραδομένα, να ψηλαφίζεις τα δάχτυλά μου μέχρι να με πάρει ο ύπνος.
Καμιά φορά πιάνω τον εαυτό μου να το ζητάει, σαν κακιά συνήθεια που ποτέ δεν μπόρεσα ούτε θέλησα να διώξω. Ίσως για να έχω ακόμα μια αφορμή να είσαι μέσα μου και να σε κουβαλάω.
Θύμωνες τόσο πολύ με τα κουσούρια μου, θυμάσαι;
Χτυπούσες το χέρι στο τραπέζι κάθε φορά που δάγκωνα τα χείλη μου ή άφηνα άδειο το γάλα στο ψυγείο. Μα για τα χέρια μου, που πάντα ζητούσαν τα δικά σου, δεν είπες ποτέ τίποτα.
Ξέραμε μάλλον και οι δυο πως ήταν το κρυφό μας μυστικό και το κρατούσαμε έτσι αψεγάδιαστο. Μια μικρή αθώα λεπτομέρεια, ένα άγγιγμα οικειότητας.
Θυμάσαι άραγε;
Τι κράτησες, έγινε ο χρόνος αδερφός ή εχθρός στο μυστικό μας;
Την πρώτη φωτογραφία που τράβηξα με τις δικές σου οδηγίες, με τα δικά σου δάχτυλα πάνω απ’ τα δικά μου να πατάνε το κλείστρο ξανά και ξανά. Και τις βουτιές μας τα καλοκαίρια, που με πετούσες στον αέρα σαν να μην υπήρχε βαρύτητα κάνοντας έτσι ομορφότερο τον κόσμο, μέχρι να ξαναπέσω με θόρυβο στο νερό.
Ήμασταν ευτυχισμένοι, το θυμάσαι;
Και μ’ αγαπούσες τόσο πολύ, εμένα το κοριτσάκι σου, το άχαρο και παράξενο αυτό πλάσμα που έγινε γυναίκα, μα έμεινε στα μάτια σου για πάντα ένα παιδί.
Δεν σου γράφω για να σου υπαγορεύσω με συνέπεια και πλαστική αυστηρότητα τα λάθη σου.
Σου γράφω για να σου πω πως δεν φταις. Δεν φταις εσύ για όλα, γιατί ποτέ κανείς δεν γύρισε να σου πει πως είσαι υπέροχος γιατί δεν είσαι τέλειος.
Δεν είμαι θυμωμένη. Τον έχω διώξει το θυμό από καιρό.
Είναι ο φόβος. Φοβάμαι να βγάλω μια φωτογραφία χωρίς την δική σου πινελιά, φοβάμαι τα άδεια μου χέρια, αυτές τις τυπικές ματιές μας.
Φοβάμαι να είμαι αυτό που περιμένεις.
Να ‘ξερες πόσο το θέλω να είμαι όλα αυτά που ονειρεύεσαι για μένα. Μα τα όνειρα έχουν φτιαχτεί για να τα κάνεις δικά σου, να τα ζεις και να τα διεκδικείς, γιατί τα έφτιαξες εσύ απ ‘το τίποτα. Και αυτά μεγάλωσαν, έγιναν θεριά ανήμερα.
Και εγώ τα θηρία μου τα έχω δαμάσει με αγάπη.
Ονειρεύομαι τα βράδια, πως κάποια μέρα θα είσαι περήφανος, γιατί θα τα έχω καταφέρει.
Πως θα μπορέσω να σου δείξω όλα εκείνα τα θλιμμένα στιχάκια, τις αράδες που γέμιζαν τετράδια όταν εσύ έλειπες.
Ονειρεύομαι μια βόλτα από αυτές που χάνονται στην μέρα και γνωρίζεις τον άνθρωπό σου απ’ την αρχή. Με αλήθεια.
Ονειρεύομαι ταξίδια, μουσικές και απογεύματα με ταινίες και ουίσκι, όπως τότε που με άφηνες στα κλεφτά να δοκιμάσω μια γουλιά.
Γιατί γίναμε δυο ξένοι;
Εμείς που γνωριζόμασταν τόσο καλά.
Πως αλλιώς, αφού εγώ είμαι εσύ.
Είμαι τα νεύρα σου τα παράλογα και κατακόκκινα, είμαι τα βιβλία που διαβάζεις και οι διαδρομές σου, τα κρυμμένα σου δάκρυα, τα φανερά σου σ’αγαπώ.
Θέλω τόσο πολύ να σου μιλήσω.
Να σου πω πως θέλω να γίνω συγγραφέας και πως ανησυχώ μήπως δεν θα ‘μαι ποτέ αρκετή.
Κι εσύ θέλω να μ’ αγκαλιάσεις και να μου πεις ότι θα είμαι, γιατί δεν γίνεται αλλιώς.
Να σου πω για το παρόν μου και τα λάθη μου.
Τις νέες μου συνήθειες και τους δικούς μου άρρωστους ανθρώπους που τόσο πολύ αγαπάω.
Και τότε βλέπω τα σκοτάδι στα μάτια σου να σκεπάζει το πάτωμα.
Τότε κάθε λέξη τη δένει ένας κόμπος και φράζει το μονοπάτι της καρδιάς.
Είναι εκείνη η στιγμή που πεθαίνουν τα λόγια, για να γεννηθούν τα δάκρυα.
Κι έχω κλάψει τόσο πολύ για όλα αυτά που σου κρύβω.
Μα σήμερα πριν κοιμηθώ, θα αφήσω τα χέρια μου παραδομένα ξανά.
Μήπως σε κάποιο όνειρο έρθουν να συναντήσουν πάλι τα δικά σου, για να πλεχτούν στην δική μας κακή μας συνήθεια.
Στη δική μας αλήθεια, που μου έχει λείψει όσο ποτέ.