Δεν είναι εκεί για να σε νταντεύει. Δεν υπάρχει για να σε προσέχει, για να φροντίζει μη χτυπήσεις ή μην παραπατήσεις κάπου. Για να φοβάται πότε θα γυρίσεις κι αν θα ξυπνήσεις το πρωί. Δεν είναι εκεί για να καταλαβαίνει ή να δείχνει ωριμότητα. Το παιδί σου, δεν υπάρχει για να είναι ο γονέας σου.

Είναι εκεί για να ρωτάει, να φοβάται, να ανακαλύπτει τον κόσμο. Είναι εκεί για να το αγαπάς με ό,τι έχεις και δεν έχεις, για να πέφτει και να ξαναπέφτει για να έρθει μετά με ματωμένα γόνατα και δακρυσμένα μάτια στην αγκαλιά σου. Να σε ακούει, να σε εμπιστεύεται, να είσαι ο ήρωάς του, να είσαι μπροστά του ο άτρωτος, ο δυνατός. Είναι εκεί για να το προστατεύσεις από το χάος του κόσμου, όχι για να του φορτώσεις το δικό σου.

Τόσα παιδιά και πόσα ακόμα, που μεγαλώνουν πριν την ώρα τους, που αντί να μαζεύουν τα παιχνίδια τους, μαζεύουν τασάκια κι άδεια μπουκάλια μπίρας από το πάτωμα. Παιδιά παραμελημένα, μόνα, που όχι μόνο δεν έχουν δίπλα τους το γονέα, αλλά καταλήγουν τα ίδια, ο γονιός του γονιού. Που ορθώνουν ανάστημα κι ας είναι κάτι παραπάνω από μέτρο, για να στηρίξουν και να αγαπήσουν με την αγάπη που δεν τους δόθηκε.

Τόσοι γονείς, από την άλλη, που πνίγονται στον εγωκεντρισμό τους, που πλανώνται πως είναι το κέντρο του κόσμου. Που θεωρούν ότι τους αξίζει ειδική μεταχείριση γιατί έχουν ελαττώματα. Γονείς που αγαπούν το ποτό πιο πολύ απ’ το παιδί τους, γονείς που χάνονται σε μια θολούρα, που σαπίζουν στο όνομα μιας κατάθλιψης η κάποιας κακής επιλογής. Δε δίνω άλλοθι, δε δίνω ούτε ψιχάλα δίκιου.

Και ξέρεις γιατί; Γιατί εγώ, μεγάλωσα με μια μάνα που δεν ήξερε τι πάει να πει κούραση, που θα αρρώσταινα και θα ήταν γιατρός και φίλη και νοσοκόμα και μαγείρισσα και φάρμακο μαζί. Μεγάλωσα με έναν πατέρα που νόμιζα πως είναι από γρανίτη, που πίστευα πως αν γινόταν σεισμός θα μπορούσε να τον σταματήσει με τα χέρια του, που μασκαρευόταν κάθε παραμονή Χριστουγέννων με κόκκινα ρούχα για να μας φέρει τα δώρα μας κι ας ξέραμε ότι ήταν αυτός κάτω από τα άσπρα μούσια. Μεγάλωσα με δυο γονείς σούπερ ήρωες, όχι γιατί τα κάνανε όλα σωστά, κάθε άλλο, μα γιατί ήταν πάντα και είναι ακόμα, το λιμάνι μου.

Κι έτσι αξίζει να είναι ο γονέας που φέρνει στον κόσμο ένα παιδί. Να είναι βράχος, στήριγμα, να αφήσει το παιδί να είναι ευάλωτο, να κάνει λάθη, χαζές κι επικίνδυνες επιλογές για να έρθει μετά και να βοηθήσει. Μεγάλη η λέξη της βοήθειας. Νομίζουμε ότι είναι πάντα λίγη, λάθος ή κλισέ, μα η αλήθεια είναι ότι χωρίς αυτή δεν έχεις υπόσταση.

Κι εσύ κοιτάς δυο αθώα μάτια, δυο μικρά χεράκια που περιμένεις να σε σηκώσουν από το πάτωμα που έριξες το πτώμα σου πριν το προτελευταίο σου χάπι για σήμερα. Ποιος νομίζεις ότι είσαι;

Δεν είσαι τόσο σημαντικός όσο η αθώα ψυχή που καταστρέφεις, δεν είσαι τόσο άξιος. Είναι σκληρό, το ξέρω, είναι δύσκολο να το πετύχεις, είναι σχεδόν αδύνατο σε μόνιμη βάση, μα είναι η αλήθεια. Είσαι δεύτερος πια, γιατί υπάρχει στη ζωή σου μια ζωή που δόθηκε από σένα. Από τις φλέβες σου, τα κύτταρά σου, που πήρε το χρώμα των ματιών σου και το σχήμα των δακτύλων σου. Που διψάει να μάθει από σένα, να χωθεί στην αγκαλιά σου, να κλάψει για τον πρώτο του έρωτα και να χαμογελάσει με την πρώτη του επιτυχία.

Κι εσύ, πρέπει να είσαι εκεί, σούπερ ήρωας, μεγάλος, γενναίος και στήριγμα. Να είσαι καλύτερος, γιατί όταν είσαι γονέας, είσαι καλύτερος άνθρωπος. Μη σπαταλάς αυτό σου το αξίωμα. Δημιούργησες μια ζωή. Δεν είναι κρίμα να καταστρέφεις δύο;

 

Αφιερωμένο στου δικούς μου σούπερ ήρωες, τους πιο σπαστικούς κι υπέροχους γονείς που θα μπορούσε κανείς να ζητήσει. 

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου