Το χειρότερο. Ξέρεις τι πάει να πει χειρότερο; Σημαίνει να μη σε νοιάζει. Να μη σε αφορά πια το πόσο χαμηλά έχεις πέσει. Να αποφασίζεις συνειδητά ότι δε θα έχεις κανένα μέτρο. Να χάνεσαι και να σ’ αρέσει. Να χάνομαι και να μ’ αρέσει. Έτσι κι αλλιώς κι αυτό εσύ μου το ‘μαθες.

Την πρώτη μου γουλιά την ήπια για σένα. Για σένα όπως ήσουν πριν σε γνωρίσω. Αυτό το μυστήριο περίεργο πλάσμα με τα καστανά μάτια και τα σφιγμένα χέρια. Για σένα όπως ήσουν πριν σου ζητήσω να αλλάξεις, πριν θελήσεις κι εσύ ο ίδιος να αλλάξεις, πριν γίνουν όλα ένα κινούμενο χάος. Για σένα όταν ήσουν το άπιαστο κι εγώ το κυνηγούσα με μανία. Και ήσουν, φαίνεται, τόσα πολλά πριν από μένα που τελείωσε το ποτήρι πριν προλάβω ακόμα να σε εξερευνήσω όσο ήθελα.

Το δεύτερο γέμισε για όλα τα μυστικά που δεν ήξερα καν ότι είχα κι όμως θέλησα να τα μάθεις. Για όλες τις παγωμένες νύχτες που σου έδινα κάτι από μένα χωρίς ίχνος ανιδιοτέλειας, αφού περίμενα μετά σαν το ζητιάνο μια λεπτομέρεια από τον δικό σου κόσμο. Ξέρεις λένε ότι αν μάθεις καλά έναν άνθρωπο, δεν μπορείς ποτέ να τον μισήσεις. Ίσως γι’ αυτό να σου είπα πολλά, πολύ νωρίς. Για να με καταλάβεις, να με διαβάσεις χωρίς προσπάθεια, να με αποδεχτείς και να με αφήσεις να πλησιάσω. Λίγο στην αρχή και μετά περισσότερο, να έρθω να κολλήσω σε όλες τις πτυχές της άγνωστης πραγματικότητάς σου. Ακόμα και στην πιο άσχημη, την πιο σιχαμερή εκδοχή της, ακόμα και αυτής που ήθελες με λύσσα να διώξεις από πάνω σου.

Το τρίτο το ήπια για όλα όσα σιχαίνομαι πάνω σου. Για κάθε φορά που δεν κάθισες να με ακούσεις και κλείστηκες στον εγωισμό σου, για το βράδυ που με άφησες μόνη μου να σε κοιτάω να φεύγεις. Για το επόμενο πρωί που γύρισες αφού με είχες διαλύσει, για όλο εκείνο το τρενάκι συναισθημάτων που με σκότωνε και με ξυπνούσε διαδοχικά, λες και ήμουν πειραματόζωο. Και οι γουλιές κατέβαιναν βαριά, λες και ήξεραν από μόνες τους τη σημασία τους. Γέμισε και το τέταρτο, για τις σιωπές μας τα απογεύματα, τα κλειστά κινητά και την απόσταση που όριζε ο εγωισμός μας. Για όλα τα τόσο όμορφα που θα μπορούσαμε να είχαμε ζήσει και γέμισαν ασχήμια επειδή ένας από τους δύο φοβήθηκε.

Μετά το μέτρημα σταμάτησε και τα ποτήρια γέμιζαν χωρίς κανένα μέτρο. Είναι σαν τη ζωή, που όταν μπερδεύεται τόσο, χάνεις τις μέρες και τα γεγονότα, θυμάσαι μόνο αν κρύωνες ή αν πέθαινες από τη ζέστη, πως ήταν το δέρμα σου κι αν έκαιγε το πρόσωπό σου. Μόνο το πώς ένιωθες κι αν ήταν αρκετά δυνατό για να σε συνταράξει. Άραγε εσύ να θυμάσαι; Θυμάσαι τα χέρια μου που έσφιγγαν προστατευτικά γύρω από το σώμα μου όταν έφευγες; Θυμάσαι το πρόσωπό μου στο μισό εκατοστό απ’ το δικό σου να ζητάει και να ζητάει ατελείωτα; Δεν πειράζει αν ξέχασες. Κι εγώ ξεχνάω και θυμώνω που δεν κατάφερα να κρατήσω το κάθε μας καρέ, όσο εντυπωσιακό κι αν ήταν. Είναι η άμυνα του ανθρώπου απέναντι στην ευτυχία. Αν το θυμάσαι άλλωστε το πόσο σε είχε σημαδέψει εκείνη η μια στιγμή, δε θα ξαναζήσεις ποτέ τόσο δυνατά. Θα χαθείς σε μια σύγκριση που ποτέ δε βγαίνεις κερδισμένος, γιατί κανείς ποτέ δεν κέρδισε το παρελθόν.

Το χειρότερο μεθύσι μου το έκανα για σένα. Δεν ήταν ανάγκη για ξεφτίλα, ούτε για προσοχή, δε γονάτισα στο δρόμο ούτε λιποθύμησα σε γωνίες. Δε σε πήρα τηλέφωνο ούτε σου χτύπησα το κουδούνι. Δεν άκουσα καψουροτράγουδα ούτε τραγούδησα δυνατά παραπατώντας. Μπορεί και να ήθελα αλλά δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να ζήσεις κάτι τόσο δυνατό, που θα αξίζει να μπερδέψεις τα πάντα, να γαμήσεις όλη σου τη ζωή, να αφεθείς να αλλάξεις και να αλλαχθείς, να πληγωθείς και να πληγώσεις τόσο, που δεν πίστευες ότι γίνεται.

Το τελευταίο το ήπια για μένα. Και μετά ήρθα να ξαπλώσω δίπλα σου. Μου πήρες το χέρι και το ακούμπησες πάνω στο σώμα σου. Ζαλισμένα και περίεργα. Έτσι θα είναι πάντα τα πράγματα μαζί σου. Κι αυτός είναι ο λόγος που σ’ αγαπάω τόσο.

Στην υγειά μας.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά