Είναι αυτοί οι άνθρωποι, που μπαίνοντας στη ζωή σου την άλλαξαν, την ταρακούνησαν βαθιά και ανεπανόρθωτα και θυμάσαι λίγο τον εαυτό σου πριν από την άφιξή τους.
Ή κι εκείνοι που η είσοδος τους δεν ήταν εύκολη ούτε απότομη, μα με βήματα μικρά, πλάγια καμιά φορά και κολλημένα σε τοίχους, έπιαναν σιγά σιγά τον χώρο τους στην καρδιά σου.
Ο Λειβαδίτης είχε γράψει κάποτε, πως οι άνθρωποι ζουν, μόνο απο τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων. Μα ξέχασε να γράψει πως κι έτσι πεθαίνουν.
Γιατί όλα βαίνουν καλώς στον εύθραυστο γυάλινο μικρόκοσμο μας, με ζωές ακέραιες και θεωρίες αδιάψευστες, με τα πάντα στο ένα. Ολόκληρο, αυτόνομο κι ανεξάρτητο. Όταν δεν είσαι υπόλογος πουθενά και σε κανέναν, όταν το πιάτο είναι ένα και η καρδιά στη θέση της, κλειστή και προστατευμένη.
Όταν όμως οι ζωές μοιράζονται, κομματιάζονται και μαζί με όλα τα επι μέρους τμήματα, σπάνε και και οι στιγμές σου, τα λόγια και οι πράξεις σου. Γίνονται υπόθεση δύο.
Δρας και θες αντίδραση, ζητάς κι επιμένεις, γιατί αυτός ο άλλος, ό, τι ταυτότητα ή ταμπελίτσα κι αν έχει φορέσει, μαζί με το κομμάτι του, έχει πάρει κι ένα μικρό δικαίωμα να σου προκαλέσει ευτυχία ή πόνο. Και όσο μεγαλώνει, τόσο τρέφεται από αυτό η δύναμη του πάνω σου, η εξουσία του στα συναισθήματά σου.
Αρχίζεις τότε και του μοιάζεις, αναγνωρίζεις αυτό που θέλεις ή κάτι που σου λείπει πάνω του, κάτι απο σένα που κλείδωσες ένα βράδυ κι ευχήθηκες ποτέ να μην το βρει κανένας.
Επιλέγεις κι επιλέγεσαι, με εσένα κομματιασμένο σε μικρά γραμμάτια στιγμών, που αφήνεσαι να δώσεις, ελπίζοντας κάτι να πάρεις πίσω, για να μπαλώσεις το κενό να μην πονάει.
Μα είναι κι αυτό που η ιστορία έχει δείξει, πως είναι σχεδόν αδύνατο να βρεθούν δύο άνθρωποι στο ίδιο συναίσθημα την ίδια χρονική στιγμή. Πάντα κάποιος θα είναι περισσότερο διαθέσιμος, πιο αληθινός, πιο ανοιχτός στο να δώσει και να μοιραστεί.
Όσο ανιδιοτελής κι αν θες να το παίξεις στην αγάπη, είναι επίπονο και βαθιά μαζοχιστικό να είσαι εσύ το παραπάνω. Άλλωστε ζούμε στην εποχή που τρεφόμαστε από το υπέρμετρο εγώ μας και προτιμάμε να πέσουμε αγκαλιά με αυτό σε ένα άδειο σπίτι για ύπνο, απ’το να παραδεχτούμε πως χρειαζόμαστε ένα χέρι στον ώμο μας.
Για να καταλήξω, αδυναμία δεν είναι να μοιράζεσαι. Ούτε να δίνεις, ακόμα κι αν αυτά που θα πάρεις πίσω είναι ψίχουλα προσοχής.
Αδυναμία δεν είναι να φωνάζεις βοήθεια όταν νιώθεις πως πνίγεσαι, ούτε να ζητάς μια αγκαλιά απλά και μόνο γιατί έτσι γούσταρες εκείνη την στιγμή.
Αδυναμία, είναι να γεμίζεις λόγια ανείπωτα κι απωθημένα ανεκπλήρωτα, επειδή εκείνο το βράδυ που πήγες στις κλήσεις σου, αντί να πληκτρολογήσεις τον αριθμό, έκλεισες το τηλέφωνο.
Και μαζί με αυτό, όλα σου τα συναισθήματα.