Έχουν πολλά κοινά. Κάποιοι τους αγάπησαν γι’ αυτό που είναι, κάποιοι άλλοι για την καλλιτεχνική τους πορεία, άλλοι φανατίστηκαν, άλλοι τους νοσταλγούν ακόμα, άλλοι τους κατέκριναν και πολλές φορές λογοκρίθηκαν. Δε βρίσκονται ακόμα εν ζωή, αλλά αυτό δε μας αποτρέπει απ’ το να τους ακούμε ακόμα και να τους θαυμάζουμε για τη διαφορετικότητα και την εκκεντρικότητά τους.

Κάποιοι είχαν πει ότι τον Σιδηρόπουλο τον άκουγαν οι ροκάδες και τον Άσιμο οι τρελοί. Ακόμα όταν περνάω με την παρέα μου απ’ την πλατεία Εξαρχείων με κάποιο περίεργο και μακάβριο τρόπο τολμώ να πω ότι τους νιώθω εκεί δίπλα μου να κάνουν το τσιγάρο τους και με μια κλασική κιθάρα να παίζουν μουσική και να ευθυμούν. Το στίγμα τους έχει μείνει ατόφιο κι ανεξίτηλο και τα όνοματά τους έχουν χαραχθεί σε αυτήν την πλατεία.

Η ιστορία που άφησαν και τα κομμάτια που ακούμε εμείς ακόμα είναι μια πολιτισμική κληρονομιά που θα έπρεπε να περηφανευόμαστε γι’ αυτήν κι όχι όταν αναφέρουμε τα όνοματά τους σε μια μουσική συζήτηση να μας ρωτάν «ποιοι είναι αυτοί;». Ναι ξέρουμε εσείς πονάτε με Καρρά και χωρίζετε με Σφακιανάκη. Το ιστορικό του δικού μου υπολογιστή όμως εμένα μου τραγουδάει το «Αγαπάω κι αδιαφορώ», το «Venceremos», το «Κάποτε θα ‘ρθουν», το «Κρίμα το παιδί». Ανήκω στην κατηγορία ανθρώπων που ψάχνω απεγνωσμένα καταχωνιασμένα μαγαζιά στα Εξάρχεια που να παίζουν τέτοιου είδους μουσική. Μια απλή playlist, κάτι. Ή έστω μια μπάντα που να τους τιμάει ακόμα. Να πίνουμε τα τσίπουρά μας και να μας λένε ακαπέλα Άντε, και καλή τύχη μάγκες.

Ελάχιστες μουσικές αντέχουν να ενώσουν ανθρώπους. Να τους ξεγυμνώσουν από κουστούμια, στρας και ψηλοτάκουνες γόβες και να τους αφήσουν καθημερινούς. Μονάχα εκείνοι, συναισθήματα και μουσικές. Το δικό μας το μυαλό λοιπόν που έχει ξεμείνει στον 20ο αιώνα, είναι παλιομοδίτικο και ξενέρωτο ,αλλά είμαστε πραγματικά περήφανοι γι’αυτό μας το σκεπτικό. Απολαμβάνουμε τις ιδέες μας, γιατί είναι χαρακτηριστικό του καλλιεργημένου μας νου. Είμαστε οι τύποι με τα ακουστικά στα αυτιά, τη βραχνιασμένη φωνή απ’ το τσιγάρο και το αχανές βλέμμα, τα μακό και τα χιλιοπατημένα παπούτσια, ονειρικοί ταξιδιώτες  πίσω στο χρόνο.

Εμείς που τους αγαπάμε και τους λατρεύουμε σαν Θεούς μέχρι και σήμερα είμαστε κάτι σαν τις καρέτα-καρέτα, τους πιθήκους και τους αφρικάνικους ελέφαντες, υπό εξαφάνιση. Μας έχει καταπιεί λίγο η techno, η deep house και τα μπουζούκια, πλέον η ελληνική ροκ δεν υφίσταται στην Ελλάδα, αλλά είμαι και χαρούμενη συνάμα. Δε θα άξιζαν τόσο αν τους άκουγε η μάζα κι ήταν ευρέως γνωστά τα τραγούδια τους σε όλες τις ηλικίες από γενιά σε γενιά. Όταν με ρωτούν τι μουσική ακούω κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου και λέω ότι αυτά που ακούω είναι για λίγους, με τον τόνο μου γεμάτο αλαζονεία κι εμπαιγμό χωρίς ωστόσο να τους έχω λύσει την απορία.

Ο Σιδηρόπουλος ήταν ο λόγος που έμαθα να παίζω κιθάρα κι ο Άσιμος ο λόγος που έμαθα να αγαπάω τα λίγα κι απλά στη ζωή μου. Στερήθηκαν κι οι δύο πολλά και παρ’ όλα αυτά δεν ξέφτισαν ποτέ. Όντα βαθιά σκεπτόμενα, αγνά, ακέραια. Πρωτοπόροι κι οραματιστές. Ό,τι ζούμε εμείς τώρα εκείνοι το είχαν δει 40 χρόνια πριν. Έδωσα πολλούς λόγους πιστεύω για να βάλω κάποιους στη διαδικασία να τους ξεσκονίσουν λίγο.

Το «Να μ’ αγαπάς» του Παύλου είχε τη μαγκιά να ενώσει πολλές καρδιές κι ανθρώπους και λίγες μελωδίες έχουν αυτή τη δυνατότητα, να γεμίζουν άπλετο φως τις σκοτεινές ψυχές μας. Είναι μαγική δύναμη που δημιουργεί έρωτες, αγάπες, φιλίες δίχως περιττές φανφάρες, μεγάλα θεάματα, φώτα και στολίδια. Διασκεδάζουμε με μια κιθάρα και τη φωνή του Νικόλα να βρίζει το κατεστημένο που κοντεύει να μας καταπιεί και να μας λέει «μπουμπούνες», δεν έχουμε μάθει να πετάει γαρύφαλλα.

Τα ιδανικά μας καρφωμένα πάνω στο αναλόγιο με τα τραγούδια τους κι αυτοί όσο πιο λιτά και πιο απλά γίνεται, με μια κιθάρα να μας τραγουδούν. Μπορεί να μην καταλαβαίνουμε πάντα ακριβώς για ποιο πράγμα μιλούσαν, αλλά αυτά που δε βγάζουν νόημα, βγάζουν συναίσθημα κι άνθρωπος δίχως συναισθήματα δεν είναι άνθρωπος. Εμείς λοιπόν που ξενυχτάμε με τη φωνή του Νικόλα και του Παύλου είμαστε αλλιώτικοι. Τους ακούμε ακόμα και σήμερα γιατί η ροκ κυλάει στις φλέβες μας και αυτόν το ρυθμό θέλουμε να έχουμε μόνο στα αφτιά μας, γιατί για έναν ρυθμό ζούμε.

Τους αγαπάμε γιατί ήταν άνθρωποι της διπλανής πόρτας, οι στίχοι των τραγουδιών τους γεμάτοι νόημα και συναίσθημα . Έφυγαν νωρίς κι άδοξα. Ο Άσιμος απ’ την τρέλα του αυτοκτόνησε και τον Παύλο τον έφαγαν τα ναρκωτικά. Όπως όλοι οι τρελοί καλλιτέχνες έφυγαν πάνω στην ακμή τους τίμια, ταπεινά κι ήσυχα, αλλά εμείς θα ζήσουμε για να τους ακούμε για πάντα. Μας μιλούσαν για ζωή και επανάσταση. Εκείνοι την έκαναν τη δική τους. Εσύ;

 

Συντάκτης: Νότα Κάρλε
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη