Μπαίνω μέσα στο μετρό, παραπατώντας απ’ την αϋπνία. Έχω αργήσει για τη σχολή μου και δε με παίρνει άλλο. Έχω τρεις στάσεις ακόμα μέχρι το Σύνταγμα. Τι να κάνω μέχρι τότε; Μόνη μου συντροφιά τα ακουστικά μου κι ο ήχος που μου τριβελίζει τα αυτιά είναι το Sulfur των Slipknot. Ναι, πρωί-πρωί.
Φορώ γυαλιά ηλίου για να μη βλέπει όλος ο κόσμος το χάλι μου κι εννοείται για να παρατηρώ και να καρφώνω με τα μάτια μου. Η πόρτα ανοίγει και με σπρώχνουν όλοι για να βρουν μια θέση να καθίσουν. Εννοείται πως κατέληξα όρθια, αλλά καλύτερα κιόλας για να έχω πλούσιο οπτικό πεδίο.
Στα δεξιά μου ένα παλικάρι ήταν-δεν ήταν 20 χρονών. Όμοιός μου κι αυτός, φορούσε ακουστικά στα αυτιά και κουνούσε ρυθμικά το κεφάλι του. Όλο φυσούσε και ξεφυσούσε. Ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται, λένε. Φαινόταν στα μάτια του η καψούρα. Καψούρα γιατί μάλλον δεν είδε ποτέ την επιθυμητή ανταπόκριση από αυτήν που ήθελε. Με το ζόρι πάει σχολή. Θα ήθελε τώρα να βρισκόταν στο κρεβάτι του και να κοιμάται, με όνειρό του εκείνη να τον θέλει και να τον αγαπά. Θα ήθελε να τη σκέφτεται όσο το λιγότερο γίνεται γιατί τον πονάει.
Απέναντί μου μια τύπισσα 25 χρονών πολύ εναλλακτική. Φαίνεται ενδιαφέρουσα, με το εκκεντρικό της μακιγιάζ, τα piercings και τα tattoo. Ένα αντιδραστικό παρουσιαστικό όπως εκείνη ψάχνει να βρει απεγνωσμένα μια δουλειά για να φύγει απ’ το σπίτι και να ξεφύγει απ’ την πίεση της μαμάς και τη αυστηρότητα του μπαμπά. Σκυθρωπή και χλωμή όπως ήταν χάζεψε το βλέμμα της προς το τζαμί, βλέποντας τη μαύρη θέα της σήραγγας.
Μπροστά μου ακριβώς ένας πατέρας με το παιδάκι του. Αυτό χοροπηδούσε όλη την ώρα στη θέση του, φώναζε κι έκανε συνεχώς ερωτήσεις. Δεν το νοιάζει που κοιμήθηκε τόσο λίγο. Φόρτισε αρκετά τις μπαταρίες του για να καταφέρει τελικά να εκνευρίσει τον πατέρα του, κάνοντάς του παρατηρήσεις να μην είναι άτακτο και να μην ενοχλεί τον κόσμο. Κι ο πατέρας όμως, αν κι αγουροξυπνημένος φαίνεται χαμογελαστός κι ευτυχισμένος. Χαλάλι η ενεργητικότητα του γιου του. Γι’ αυτό το τόσο δα πλασματάκι ζει.
Ταξιδεύοντας λίγο ακόμα το βλέμμα μου λίγο παραπέρα αντικρίζω έναν άντρα κοστουμάτο, καλοβαλμένο, κυριλέ. Δικηγόρος πρέπει να είναι. Κι έπεσα μέσα. Είναι τόσο αδέξιος που του έπεσαν κάτω όλα τα χαρτιά με τις υποθέσεις του. Τα μάζευε όλα ένα-ένα, μέχρι που φτάνει ένα χαρτί δίπλα απ’ το παπούτσι μου. Το σηκώνω και του το δίνω, ούτε ευχαριστώ δε μου είπε, αλλά δεν τον παρεξηγώ. Πολύ στρες, πολλά νεύρα, πολλές ανησυχίες κι άγχη. Οι εκφράσεις του και μόνο με πανικοβάλανε και μένα. Βάζω στοίχημα πως είναι από αυτούς που θέλει να είναι τέλειος σε όλα, έχοντάς τους όλους ικανοποιημένους. Φαίνεται στο βλέμμα του η φιλοδοξία. «Θα την κερδίσω αυτήν την υπόθεση», σιγοψιθυρίζει.
Μου αρέσει πολύ να παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου σ’ όλες αυτές τις διαδρομές. Παρατηρώ την αντανάκλαση των συναισθημάτων τους στο πρόσωπο και τις κινήσεις τους και προσπαθώ να μαντέψω τι μπορεί να συμβαίνει στον καθένα τους. Είναι ένα παιχνίδι για να περνώ την ώρα μου, αλλά μαθαίνω πως τα συναισθήματα κι οι προβληματισμοί δεν εκφράζονται πάντα λεκτικά κι ότι το σώμα μας πάντα προδίδει τη χαρά και τη λύπη του.
Πραγματικό σχολειό τα μέσα μαζικής μεταφοράς κι οι επιβάτες τους. Το πώς θα συμπεριφερθείς στο συνεπιβάτη σου, αν θα χτυπήσεις εισιτήριο, η αντίδρασή σου όταν μπει ο ελεγκτής ή αν θα σηκωθείς να δώσεις τη θέση σου σε μια έγκυο ή έναν ηλικιωμένο.
Κάπου-κάπου μπαίνουν στα μέσα ανάπηροι ή αλλοδαποί. Άλλοτε βλέμματα συμπόνιας κι άλλοτε αποτροπιασμού, λύπησης κι απομάκρυνσης απ’ τους συνεπιβάτες μου. Από εκεί καταλαβαίνεις το ποιόν του άλλου και το πώς μεγάλωσε. Πολλοί κοιτούν έξω απ’ το παράθυρο. Σαν να απαξιώνουν ή να μην εγκρίνουν τους επαίτες, άλλοι τους πλησιάζουν και δίνουν τον οβολό τους.
Επιτέλους, οι πόρτες ανοίγουν. Σύνταγμα. Σπρώχνει για άλλη μια φορά ο ένας τον άλλον για να βγούμε και να μπουν οι επόμενοι. Γρήγοροι οι ρυθμοί της πρωτεύουσας. Βιασύνη, αγένεια και σπάνια κανένα χαμόγελο στις σκάλες του μετρό. Άραγε οι άλλοι να παρατήρησαν τις δικές μου αντιδράσεις; Το χασμουρητό μου, την ανυπομονησία να βγω και να κάνω το τσιγάρο μου; Ποιος ξέρει…
Για μια ακόμη μέρα έμαθα πολλά. Καλημέρα Αθήνα!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη