Είτε το ξεκινήσαμε από μαγκιά, είτε από ξεκάθαρη βλακεία, καπνίζουμε. Η πλειοψηφία το συνεχίζει από συνήθεια, σίγουρα υπάρχει και το κομμάτι του εθισμού στις ουσίες του τσιγάρου, παρ’ όλα αυτά, όλα είναι στο μυαλό μας. Σε σύγκριση με άλλες χώρες, στην Ελλάδα είμαστε πιο χαλαροί στο θέμα του καπνίσματος. Έχουμε συνηθίσει να βγαίνουμε για έναν καφέ ή ένα ποτό και να μας περικλείει ένα ομιχλώδες τοπίο.
Κι άντε εμείς καπνίζουμε, οι άλλοι τι μας φταίνε; Εννοείται πως δεν θέλουμε να επιβαρύνουμε κάποιον μη καπνιστή, αλλά επειδή έχουμε συνηθίσει να κάνουμε το ένα τσιγάρο πίσω απ’ τ’ άλλο δε γίνεται να πηγαινοερχόμαστε. Αναφερόμαστε προφανώς στο χειμώνα που όλοι οι χώροι είναι κλειστοί κι είμαστε κάπως «-Μισό να πάω να κάνω ένα τσιγάρο κι έρχομαι να μου τα πεις. Έλα ήρθα τι λέγαμε; Τι, που πάμε, φεύγουμε; Σταθείτε ρε παιδιά, ακόμα δεν ήρθαμε. –Τι ακόμα δεν ήρθαμε ρε μαλάκα; Μια ώρα έχει που είσαι έξω για τσιγάρο». Τους πιο ζεστούς μήνες δε μας απασχολεί το ζήτημα φυσικά, καθώς όλα τα καταστήματα ανοίγονται σε υπαίθριους χώρους όπου επιτρέπεται το κάπνισμα χωρίς κανένα περιορισμό.
Ιδού η μαγική λέξη λοιπόν, επιτρέπεται. Βασικά το κάπνισμα έχει απαγορευτεί σε δημόσια κτίρια απ’ το 1856 στη χώρα μας, -εντάξει ξέρω γελάσαμε-. Το 2002 που μας είναι λίγο μακρινό, ψηφίστηκε ένας νόμος που φαινομενικά απαγόρευε το κάπνισμα, όμως φυσικά στο μεγαλύτερο μέρος παρέμεινε ανεφάρμοστος καθώς οι διαχειριστές εργασιακών μονάδων μπορούσαν να επιτρέψουν εξαίρεση. Μετά απ’ αυτή την αποτυχημένη εφαρμογή, ερχόμαστε στο 2008 που ψηφίστηκε ένας νέος αυστηρότερος νόμος –ναι, γελάμε κι εδώ-, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Ιουλίου του 2009. Μ’ αυτό το νόμο απαγορεύθηκε το κάπνισμα σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους εργασίας, σταθμούς μεταφοράς και σε όλους τους δημόσιους χώρους –συμπεριλαμβανομένων και των νυχτερινών κέντρων διασκέδασης. Φυσικά όλοι γνωρίζουμε πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει πλήρως, ακόμα και σήμερα εν έτει 2018.
Απαγόρευση εκεί, απαγόρευση εδώ κάποιος τρόπος έπρεπε να βρεθεί για να απολαμβάνουμε κι εμείς αυτήν την εθιστική συνήθεια. Όλα στο βωμό του χρήματος, καθώς οι καπνοβιομηχανίες νιώθουν να απειλούνται έπρεπε να σκεφτούν εναλλακτικές μορφές καπνίσματος, λιγότερο επιβλαβείς, κάτι που φυσικά είναι αδύνατο. Ένας μεγάλος αριθμός λοιπόν, καπνιστών έστρεψε την προσοχή του, στο πολλά υποσχόμενο ηλεκτρονικό τσιγάρο ή ατμιστής. Δελεαστικό προϊόν με χαρακτηριστικό γνώρισμά του τον ατμό. Πολύ ντουμάνι ρε παιδιά, ομίχλη λέμε, ορατότητα μηδέν! Το άλλο πάλι με τις γεύσεις, τι είναι; Εντάξει ξέραμε από το ναργιλέ τις γεύσεις τριαντάφυλλο, λεμόνι, φράουλα κι άλλα. Αυτό το ηλεκτρονικό όμως, την έχει εξελίξει την επιστήμη με τις γεύσεις, τι τσιζκέικ λεμόνι και πάστα φλώρα, τι πιτόγυρο με τζατζίκι και κατσικάκι στο φούρνο με πατάτες και σαλατούλα –με ψωμάκι για να βουτάμε στο ζουμί-, ξεχάσαμε πως μιλάμε για το τσιγάρο ρε γαμώτο.
Δύσκολο πράγμα να αναγκάζεσαι να αλλάξεις τις συνήθειές σου λοιπόν, αλλά στην προκειμένη περίπτωση γίνεται για το κοινό καλό. Το γεγονός πως εμείς θέλουμε να καπνίζουμε και θέλουμε να συνεχίσουμε αυτήν την κακή συνήθεια, δε σημαίνει πως θα πρέπει να τραβήξουμε μαζί μας κι όσους δεν το έχουν επιλέξει. Το χειρότερο φυσικά είναι να καπνίζουμε στον ίδιο χώρο με ανήλικα παιδιά, πράγμα απαράδεκτο. Τα παιδιά, όπως όλοι μας γνωρίζουμε, είναι μιμητές και τα χαρακτηρίζει καλύτερα η έκφραση «ό,τι βλέπουν, κάνουν». Γι’ αυτό και είναι επόμενο το κάπνισμα στη χώρα μας να αγγίζει μεγάλα ποσοστά σε ηλικίες κάτω των δεκαοχτώ.
Σίγουρα η καλύτερη λύση για μας τους καπνιστές ή ατμιστές θα ήταν να το κόψουμε, γιατί και το ηλεκτρονικό τσιγάρο, μπορεί να παρουσιάζεται ως άκακο, παρ’όλα αυτά δεν παύει να είναι το ίδιο βλαβερό με το κανονικό βιομηχανοποιημένο τσιγάρο ή στριφτό. Ο εθισμός είναι ίδιος κι όλα είναι στο χέρι μας. Σαφώς δε μας αναγκάζει κανένας να το κόψουμε και δε γίνεται κάτι τέτοιο με το ζόρι, αλλά θα πρέπει να σταματήσουμε κι αυτό το παραμύθι που λέμε «ναι μωρέ, έχω προσπαθήσει αλλά δεν άντεξα.». Είναι αστείο κι εδώ όντως γελάμε. Ας μη δουλευόμαστε μεταξύ μας, όταν βάλουμε κάτι στο μυαλό μας μπορούμε να το καταφέρουμε, αρκεί να το θέλουμε. Το ερώτημα είναι, έχουμε προσπαθήσει ποτέ πραγματικά;
Ή το λέμε για να χαϊδέψουμε τ’ αυτάκια μας πως έχουμε κάνει την παραμικρή προσπάθεια;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου